ἰγνύς

From LSJ
Revision as of 23:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

German (Pape)

[Seite 1235] ύος, ἡ, = ἰγνύα, H. h. Merc. 152; accus. auch ἰγνύα, für ἰγνύν, Theocr. 26, 17; vgl. Arist. H. A. 3, 5.

Greek Monolingual

η (Α ἰγνύς, -ύος)
η ιγνύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. κατά το οσφύς και άλλες ονομασίες μελών σώματος].

Greek Monotonic

ἰγνύς: -ύος, ἡ, = το προηγ., από δοτ. πληθ. ἰγνύσι, σε Ομηρ. Ύμν.· αιτ. ἰγνύν, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).