θυΐω

From LSJ
Revision as of 19:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek (Liddell-Scott)

θυΐω: ἢ θυίω, = θύω, διατελῶ ὑπὸ ἔμπνευσιν, ὑποτακτ. θυΐωσι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 560· παρατ. ἔθυιεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 755.

French (Bailly abrégé)

s’élancer impétueusement ; être saisi d’un transport prophétique.
Étymologie: θύω².

Greek Monotonic

θυΐω: ή θυίω, = θύω, εμπνέομαι, σε Ομηρ. Ύμν.