κατασικελίζω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

τυρόν, Sicilize the cheese (in allusion to the peculations of Laches in Sicily), Ar.V.911, cf. Sch.ad loc.

German (Pape)

[Seite 1377] τυρόν, sicilischen Käse essen, Ar. Vesp. 910.

Greek (Liddell-Scott)

κατασῑκελίζω: τυρόν, τρώγω τὸν τυρὸν κατὰ Σικελικὸν τρόπον, μετὰ Σικελικῆς ἀπληστίας (ἐν ὑπαινιγμῷ πρὸς τὰς ἐν Σικελίᾳ κλοπὰς τοῦ Λάχητος), Ἀριστοφ. Σφ. 911, πρβλ. Σχολ. εἰς 897.

French (Bailly abrégé)

manger gloutonnement qch de Sicile.
Étymologie: κατά, Σικελία.

Greek Monolingual

κατασικελίζω (Α)
φρ. «κατασικελίζω τυρόν» — τρώγω το τυρί λαίμαργα σαν τους Σικελούς (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σικελίζω «φέρομαι όπως οι Σικελοί»].