τυρί

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232

Greek Monolingual

το / τυρίον, ΝΜΑ, και τυρίν Μ τυρός
γαλακτοκομικό προϊόν που παρασκευάζεται από γάλα με πήξιμο της τυρίνης του, με την επίδραση πυτιάς (α. «μαλακό τυρί» β. «σκληρό τυρί»).