ἐκρέμω: ἴδε τὸ ῥῆμα κρέμαμαι.
2ᵉ sg. impf. de κρέμαμαι.
see κρέμαμαι.
v. κρέμαμαι.
ἐκρέμω: αντί ἐκρέμᾰσο, βʹ ενικ. του κρέμαμαι.