διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
[Seite 759] (s. φύω), noch dazu, noch mehr dranhangen od. festhalten, D. Sic.
προσεμφύομαι: Παθ., ἐμφύομαι, προσκολλῶμαι ἔτι στενώτερον, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 69.