παλιγκαπηλεύω

Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A to be a retail dealer, D.56.7.

German (Pape)

[Seite 448] ein παλιγκάπηλος sein, wieder verkaufen, Dem. 56, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιγκᾰπηλεύω: εἶμαι παλιγκάπηλος, μεταπράτης, πωλῶ «λιανικῶς», Δημ. 1285. 6.

French (Bailly abrégé)

être revendeur, revendre au détail.
Étymologie: πάλιν, καπηλεύω.

Greek Monolingual

παλιγκαπηλεύω (Α)
πωλώ κάτι λειανικά, μεταπωλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + καπηλεύω.

Greek Monotonic

πᾰλιγκᾰπηλεύω: μέλ. -σω, πουλώ κάτι ξανά, πουλώ εμπορεύματα σε λιανική τιμή, σε Δημ.