μεταπωλώ
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
και μεταπουλώ και ματαπουλώ (Α μεταπωλώ, Μ μεταπουλῶ, -έω)
αγοράζω κάτι και το πουλώ σε άλλους με σκοπό το κέρδος.