τιθαίνομαι

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205

Greek (Liddell-Scott)

τῐθαίνομαι: ἴδε τιθηνέω.

Greek Monolingual

Α
τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο].