πένθεια

Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ, poet. form of πένθος, A.Ag.430 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 554] ἡ, poet. Nebenform von πένθος, Aesch. Ag. 419.

Greek (Liddell-Scott)

πένθεια: ἡ, ποιητ. τύπος τοῦ πένθος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 430.

Greek Monolingual

ἡ, Α πένθος
(ποιητ. τ.) η κατάσταση του πένθους.

Greek Monotonic

πένθεια: ἡ, ποιητ. τύπος αντί πένθος, σε Αισχύλ.