περικαθαίρω

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

   A cleanse on all sides or completely, τὰ δίκτυα Arist. HA 598b14, cf. Gal.12.877 ; τὰς ῥίζας Thphr.HP4.13.5.    2 metaph., purify completely, π. ἐπαοιδαῖς Arist.Fr.496, cf. Thphr.Char.16.14; τὴν στήλην Pl.Criti.120a ; τὸν υἱὸν ἐν πυρί LXX De.18.10; πόλιν μὴ σκίλλῃ [ἀλλὰ] τῷ λόγῳ D.Chr.48.17.

German (Pape)

[Seite 578] ringsum od. von allen Seiten reinigen; περικαθήραντες τὴν στήλην, Plat. Critia. 120 a; τὰ δίκτυα, Arist. H. A. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

περικᾰθαίρω: καθαρίζω πανταχόθεν, καθαρίζω ἐντελῶς, τὴν στήλην Πλάτ. Κριτί. 120Α· τὰ δίκτυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10. 2) μεταφορ., π. ἀοιδαῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 454.

Spanish

purificar por completo

Greek Monolingual

Α
1. καθαρίζω κάτι από όλες τις μεριές, από παντού, καθαρίζω κάτι εντελώς («οἱ ἁλιεῑς τὰ δίκτυα περικαθαίρουσι», Αριστοτ.)
2. καθαρίζω κάτι στις άκρες
3. μτφ. εξαγνίζω κάτι εντελώς.