ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
επίρρ.
1. σε όλα τα μέρη («παντού κλάψα, παντού αντάρα και παντού ξεψυχισμοί», Σολωμ.)
2. φρ. «παντού τα πάντα» — σ' όλο τον κόσμο συμβαίνουν τα ίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα, κατά το αυτού που (πρβλ. αλλού < άλλος)].