φιάλιον
From LSJ
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
[Seite 1273] τό, = Folgdm, Duris bei Ath. VI, 231 b.
τὸ, Α φιάλη
υποκορ. τ. του φιάλη.