[Seite 1001] = συνῳδός, Νύμφαι, Eur. Herc. fur. 787.
συναοιδός: όν (ἢ συνάοιδος, Ἀρκάδ. 18), = συνῳδός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 787.
-όν, Αβλ. συνῳδός.
συναοιδός: -όν, = συνῳδός, σε Ευρ.