συναοιδός
From LSJ
English (LSJ)
v. συνῳδός.
German (Pape)
[Seite 1001] = συνῳδός, Νύμφαι, Eur. Herc. fur. 787.
Russian (Dvoretsky)
συναοιδός: Eur. = συνῳδός.
Greek (Liddell-Scott)
συναοιδός: όν (ἢ συνάοιδος, Ἀρκάδ. 18), = συνῳδός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 787.
Greek Monolingual
-όν, Α
βλ. συνῳδός.
Greek Monotonic
συναοιδός: -όν, = συνῳδός, σε Ευρ.