προδότις

Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ιδος, fem. of προδότης,

   A betrayer, E.Hel.834, 1148(lyr.), Ar.Th.393, Com.Adesp. 595; γῆς, φίλων, E.Med.1332, Hel.931.

German (Pape)

[Seite 717] ιδος, ἡ, tem. von προδότης, Verrätherinn; Eur. Med. 1332 u. öfter; προδότιδες, Ar. Thesm. 393; Anacr. 57, 20.

Greek (Liddell-Scott)

προδότις: -ιδος, θηλ. τοῦ προδότης, ἡ προδίδουσα, Εὐρ. Μήδ. 1332, Ἑλ. 834, 951, 1148, Ἀριστοφ. Θεσμ. 593.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f. de προδότης.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
βλ. προδότης.

Greek Monotonic

προδότις: -ιδος, θηλ. του προδότης, προδότρια, σε Ευρ.