τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
[Seite 717] ἡ, = προδότις, Sp.
(I)η, Νβλ. προδότης. (II)ἡ, Μβλ. προδοτήρ.