πολύρροθος

Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον, = foreg., φροίμια π. the cries

   A of many voices, A.Th.7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
retentissant ; que tout le monde répète.
Étymologie: πολύς, ῥόθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολυρρόθιος
2. (ιδίως για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από πολλά στόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόθος «θόρυβος» (πρβλ. ταχύ-ρροθος].

Greek Monotonic

πολύρροθος: -ον, βροντερός, πολυθόρυβος, φροίμια πολύρροθα, πολυκύμαντος, σε Αισχύλ.