Pass.,
A to be burnt together, Arist.Pr.907a38.
[Seite 999] pass., mit in Rauch aufgehen, Arist. probl. 12, 11.
συναναθῡμιάομαι: Παθ., ἀναθυμιῶμαι, καίομαι ὁμοῦ ὡς θυμίαμα, Ἀριστ. Προβλ. 12. 11.