θυμίαμα
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
Ion. θυμίημα, ατος, τό,
A incense, Hdt.1.198, Amphis 27, PTeb.112.22 (ii B.C.), Phld.Vit.p.37J.; name of a particular kind (perhaps= ἀμμωνιακόν), Edict.Diocl, in Ἀθηνᾶ 18.6 (Tegea): usually in plural, fragrant stuffs for burning, Hdt.2.130, 7.54, S.OT4, Ar.Av.1716, Pl.R. 373c, IG5(2).514 (Lycosura), Apoc.5.8; θυμιάματα ἑρπετῶν fumigations, Philum.Ven. 6 tit.
2 stuff for embalming, Hdt.2.86, 4.71.
German (Pape)
[Seite 1223] τό, ion. θυμίημα, das Geräucherte, Räucherwerk; Soph. O. R. 4: Ar. Av. 1716; καὶ μύρα Plat. Rep. II, 373 a; ὅσα περὶ θεούς ἐστι ξενικὰ θυμ. Legg. 8, 847 c; Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 parfum, encens ; τὰ θυμιάματα parfums qu'on faisait brûler;
2 parfum pour embaumer les corps.
Étymologie: θυμιάω.
Russian (Dvoretsky)
θῡμίᾱμα: ион. θυμίημα, ατος τό
1 благовоние для курений, фимиам (θυμιαμάτων καπνός Arph. и ὀσμαί Arst.): πόλις θυμιαμάτων γέμει Soph. город полон дымом жертвенных курений;
2 благовоние для бальзамирования (τὴν κοιλίην διηθέειν θυμιήμασι Her.);
3 культ. курение благовоний, каждение (ὥρα τοῦ θυμιάματος NT).
Greek (Liddell-Scott)
θῡμίᾱμα: Ἰων. -ημα, τό, τὸ χρησιμεῦον πρὸς θυμίασιν, θυμίαμα, Ἡρόδ. 1. 198, Ἄμφις ἐν Ὀδ. 1. 5, κτλ.· τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., εὐώδεις ὗλαι, ἀρώματα πρὸς καῦσιν ἢ κάπνισμα, Ἡρόδ. 2. 130., 7. 54, Σοφ. Ο. Τ. 4, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1716, Πλάτ., κτλ.· πρβλ. θυμιάω. 2) τὸ χρησιμεῦον πρὸς ταρίχευσιν ἄρωμα, Ἡρόδ. 2. 86., 4. 71.
Spanish
English (Strong)
from θυμιάω; an aroma, i.e. fragrant powder burnt in religious service; by implication, the burning itself: incense, odour.
English (Thayer)
θυμιάματος, τό (θυμιάω), the Sept. mostly for קְטֹרֶת, an aromatic substance burnt, incense: generally in plural, ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ, when the incense is burned, θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος, Sophocles, Herodotus, Aristophanes, Plato, Diodorus, Josephus; the Sept..)
Greek Monolingual
και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) θυμιώ
η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό
νεοελλ.
1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση
2. μτφ. εγκώμιο, έπαινος, κολακεία
αρχ.
1. το άρωμα που χρησιμεύει στην ταρίχευση («οἴνῳ... διηθέουσι θυμιήμασι τετριμμένοισι», Ηρόδ.)
2. στον πληθ. τὰ θυμιάματα
αρωματικές ύλες, αρώματα που χρησιμεύουν για καύση ή για κάπνισμα («φιάλας χρυσᾱς γεμούσας θυμιαμάτων», ΚΔ)
3. φρ. «θυμιάματα ἑρπετῶν» — κάπνισμα για απομάκρυνση τών ερπετών.
το (Μ θυμίαμα) θυμιώ
θυμίαμα.
Greek Monotonic
θῡμίᾱμα: Ιων. -ημα, ατος, τό,
1. αυτό που καίγεται σαν θυμίαμα· στον πληθ., ευώδεις ύλες, αρώματα προς καύση ή κάπνισμα, σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ.
2. το άρωμα που χρησιμεύει σαν άρωμα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
1. that which is burnt as incense: in plural fragrant stuffs for burning, Hdt., Soph., etc.
2. stuff for embalming, Hdt.
Chinese
原文音譯:qum⋯ama 替米阿馬火=
詞類次數:名詞(6)
原文字根:獻祭(果效) 相當於: (נִיחֹחַ) (קְטֹרֶת)
字義溯源:芬香,(焚燒的)香,燒香,香料,獻祭的香;源自(θυμιάω)=煙燻);而 (θυμιάω)出自(θύω / ἐπιθύω)*-獻祭,宰殺)
同源字:1) (θυμίαμα)芬香 2) (θυμιατήριον)燻爐 3) (θυμιάω)煙燻
出現次數:總共(6);路(2);啓(4)
譯字彙編:
1) 香(3) 路1:11; 啓8:3; 啓8:4;
2) 香料(1) 啓18:13;
3) 香的(1) 啓5:8;
4) 燒香(1) 路1:10
Léxico de magia
τό tb. -ίασμα sustancia aromática para quemar como ofrenda ἡ δεῖνα σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα fulana quema en tu honor, diosa, una ofrenda terrible P IV 2575 P IV 2643 τὰ δὲ θυμιάματα ἐπίθυε μετὰ εἴκοσι μίαν ἡμέραν quema las sustancias aromáticas después de veintiún días P XIII 359 παρακείσθω δὲ καὶ τὰ θυμιάματα τὰ ζʹ deben estar al lado también las sustancias aromáticas, las siete P XIII 372
Translations
fumigation
Catalan: fumigació; Greek: υποκαπνισμός, καπνισμός; Ancient Greek: ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: suffitio, fumigatio; Persian: تدخین; Portuguese: fumigação; Spanish: fumigación; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw