ἀνδραποδώνης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A slave-dealer, Ar.Fr. 312.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, Sklavenhändler, Ar. frg. bei Poll. 7, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰποδώνης: -ου, ὁ δουλέμπορος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 295, Κύριλλ. 237D.
Spanish (DGE)
(ἀνδρᾰποδώνης) -ου, ὁ traficante de esclavos Ar.Fr.312.