παλαίγονος

Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A = παλαιγενής, Pi.O.13.50, 14.3.

German (Pape)

[Seite 445] = παλαιγενής; Pind. Ol. 13, 48; Μινυᾶν παλαιγόνων 14, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαίγονος: -ον, = παλαιγενής, Πινδ. Ο. 13. 70., 14. 5, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ξαντρίαις» 1.

English (Slater)

πᾰλαίγονος
   1 ancient Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι (O. 14.4) pro subs., μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ (O. 13.50)

Greek Monolingual

παλαίγονος, -ον (Α)
παλαιγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + -γονος (< γόνος < γίγνομαι)].

Greek Monotonic

πᾰλαίγονος: -ον, = παλαιγενής, σε Πίνδ.