συνεργάτις
From LSJ
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
Greek Monotonic
συνεργάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του συνεργάτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.