πέρδιξ

Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Cret. πήριξ Hsch., ῑκος S.Fr.323, Nicopho 18, ῐκος Archil. 106, Epich.84, ὁ and ἡ :—

   A partridge, Ar.Av.767; οἱ ὄρτυγες καὶ οἱ π. X.Mem.2.1.4; σκοπέλων μετανάστρια π. AP7.204 (Agath.): prov., πέρδιξ ὄρουσον 'look sharp', Ar.Fr.523.

German (Pape)

[Seite 564] ικος, ὁ und ἡ, das Rebhuhn; Soph. frg. 300; Ar. Av. 297; Arist. H. A. 6, 1 u. Folgde. – [Bei Archil. 51 in Ath. 388 f ist ι kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

πέρδιξ: -ῑκος, ὁ καὶ ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πέρδικα», Λατ. perdix· [γεν. -ῑκος, Σοφ. Ἀποσπ. 300, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσι» 4, κ. ἀλλ., πρβλ. περδίκιον· ἀλλὰ -ῐκος, Ἀρχίλ. 95, Ἐπίχ. 63 Ahr.].

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ ou ἡ)
perdrix, oiseau.
Étymologie: DELG πέρδομαι.

Spanish

perdiz

Greek Monolingual

και κρητ. τ. πήριξ, -ικος, ὁ, ἡ, Α
βλ. πέρδικα.

Greek Monotonic

πέρδιξ: -ῑκος, ὁ και ἡ, πέρδικα, Λατ. perdix, σε Σοφ.