περδίκιον

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περδίκιον Medium diacritics: περδίκιον Low diacritics: περδίκιον Capitals: ΠΕΡΔΙΚΙΟΝ
Transliteration A: perdíkion Transliteration B: perdikion Transliteration C: perdikion Beta Code: perdi/kion

English (LSJ)

τό, Dim. of πέρδιξ, Eub.123, Ephipp.15.8.
II a plant, Polygonum maritimum, Thphr. HP 1.6.11; = ἑλξίνη, Dsc.4.85 (also ἡ περδίκιος βοτάνη Hsch. s.v. ἑλξίνη).

German (Pape)

[Seite 564] τό, dim. von πέρδιξ, Eubul. bei Ath. II, 65 e. – Ein Kraut, sonst ἑλξίνη, Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

περδίκιον: [ῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ πέρδιξ, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις» 1. 8. ΙΙ. φυτόν τι, ἑλξίνη, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 11· «ἡ περδίκιος βοτάνη» Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἑλξίνη, Γαλην. τ. 14, σ. 404.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. περδίκι.