ἀμηχανοεργός

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

όν,

   A unfit for work, Hes.Fr.198.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμηχᾰνοεργός: -όν, ἀνεπιτήδειος πρὸς ἐργασίαν, Ἡσ. Ἀποσπ. 13.

Spanish (DGE)

(ἀμηχᾰνοεργός) -όν
incapaz de trabajar γένος οὐτιδανῶν Σατύρων καὶ ἀμηχανοεργῶν Hes.Fr.123.

Greek Monolingual

ἀμηχανοεργός, -όν (Α)
ο μη επιτήδειος, μη ικανός για εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμήχανος + -εργός < ἔργον.