ἀνασεύομαι

Revision as of 18:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Pass., only aor., αἷμα . . ἀνέσσυτο the blood

   A sprang forth, spouted up, Il.11.458.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασεύομαι: (ἴδε σεύω), παθ., εὕρηται δὲ μόνον ἐν τῷ συγκεκομ. ἀορ., αἷμα.. ἀνέσσυτο, τὸ αἷμα ἀνεπήδησεν, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Λ. 458.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. 3ᵉ sg. ἀνέσσυτο;
jaillir.
Étymologie: ἀνά, σεύω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀνέσσῠτο Il.11.458]
brotar, saltar, surgir, αἷμα Il.l.c., ἀνεσσύμενος δὲ θαλάσσης ... Ποσειδάων Nonn.D.42.441.

Greek Monotonic

ἀνασεύομαι: Παθ., μόνο στον συγκεκ. αόρ. βʹ αἶμα..ἀνέσσυτο, το αίμα ανέβλυσε, ξεχύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.