ἀντιφιλονεικέω

Revision as of 10:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A strive jealously against, πρὸς πάντα Id.3.103.7; τῇ συγκλήτῳ 32.3.16: abs., J.AJ2.9.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφῐλονεικέω: ἀντερίζω, ἀντιτείνω, θεωρῶν δὲ τὸν Μάρκον ἐκπεφυσημένον καὶ πρὸς πάντα ἀντιφιλονεικοῦντα Πολύβ. 3. 103, 7· χάριν τοῦ πρὸς μηδὲν ἀντιφιλονεικεῖν ὁ αὐτ. 12. 7, 6, κτλ.· ἀπολ., Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 2. 9, 1.