αὔχα
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (Slater)
αὔχα
1 self confidence, pride (v. Barrett on Eur., Hipp. 952) ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον (N. 11.29) cf. Lobel on P. Oxy. 2637, fr. 1a. 13, 37.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): αὐχά Hsch.
jactancia, orgullo, αὔχα γλυκερά Ibyc.220.13S., μ[είζο] ν' αὔχαν τίθεμαι περὶ τούτων Ibyc.221.5S., κενεόφρονες αὖχαι vanas jactancias Pi.N.11.29, cf. Hsch.