Βοιωτίδιον

From LSJ
Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek (Liddell-Scott)

Βοιωτίδιον: [τῖ], τό, ὑποκορ. τοῦ Βοιωτός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 872.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Prosodia: [-ῑδ-]
pequeño beocio dim. cóm. de Βοιώτιος Ar.Ach.872.

Greek Monotonic

Βοιωτίδιον: [τῑ], τό, υποκορ. του Βοιωτός, σε Αριστοφ.