διχάμετρος

Revision as of 12:25, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

English (LSJ)

ον, to explain διάμετρος, Arist.Pr.910b20.

Greek (Liddell-Scott)

διχάμετρος: -ον, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ διάμετρος, Ἀριστ. Προβλ. 15. 2.

Spanish (DGE)

-ον
que divide en dos partes, γραμμή explicación a διάμετρος Arist.Pr.910b20.