διχάμετρος
English (LSJ)
ον, to explain διάμετρος, Arist.Pr.910b20.
Greek (Liddell-Scott)
διχάμετρος: -ον, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ διάμετρος, Ἀριστ. Προβλ. 15. 2.
Spanish (DGE)
-ον
que divide en dos partes, γραμμή explicación a διάμετρος Arist.Pr.910b20.