δυσανάπειστος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ον,

   A hard to convince, Pl.Prm.135a.

German (Pape)

[Seite 675] schwer zu überzeugen, Plat. Parm. 135 a.

Greek (Liddell-Scott)

δυσανάπειστος: -ον, δυσκατάπειστος, Πλάτ. Παρμ. 135Α.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de convencer ταῦτα λέγοντα ... θαυμαστῶς ὡς δυσανάπειστον εἶναι que es extremadamente difícil convencer al que dice tales cosas Pl.Prm.135a.
2 adv. -ως con desconfianza δ. ἔχομεν περὶ ... desconfiamos de que ... Procl.Opusc.2.32.

Greek Monolingual

δυσανάπειστος, -ον (Α)
που δύσκολα αναπείθεται, που δεν αλλάζει γνώμη εύκολα.