γνώμη
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ἡ,
A means of knowing: hence, mark, token, Thgn.60 (pl.); of the teeth (cf. γνώμων III), Arist.HA576b15.
II organ by which one perceives or knows, intelligence,
1 thought, judgement (τῆς ψυχῆς ἡ γ. Pl.Lg.672b), ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γ. S.Ant.176: acc. abs., γνώμην ἱκανός intelligent, Hdt.3.4; γ. ἀγαθός, κακός, S.OT687, Ph.910; τοιάδε τὴν γ. Id.El.1021; κατὰ γ. ἴδρις Id.OT1087 (lyr.); γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89; γνώμῃ μαθεῖν τι S.OC403; γνώμῃ κυρήσας Id.OT398; γνώμῃ φρενῶν, opp. ὀργῇ, ib. 524; γνώμης ξύνεσις Th.1.75; γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Id.3.11; ταῖς γ. καὶ τοῖς σώμασι σφάλλεσθαι X.Cyr.1.3.10, cf. Th.1.70; γνώμῃ,opp. τύχῃ, σωφρονοῦντες Isoc.3.47; γνώμης ἅπτεσθαι affect the head, of wine or fever, Hp.Acut.63, Fract.11; γνώμην ἔχειν understand, S. El.214 (lyr.), Ar.Ach.396; πάντων γ. ἴσχειν S.Ph.837 (lyr.); προσέχειν γνώμην give heed, attend, δεῦρο τὴν γ. προσίσχετε Eup.37; πρὸς ἕτερον γνώμην ἔχειν Aeschin. 3.192; to be on one's guard, Th.1.95; δηλοῦν τὴν γ. ἔν τινι to show one's wit in... Id.3.37; ἐν γνώμῃ τι παραστῆσαι D.4.17; ἀπὸ γνώμης φέρειν ψῆφον δικαίαν with a good conscience, A.Eu.674; but οὐκ ἀπὸ γ. λέγεις not without judgement, with good sense, S.Tr.389; ἄτερ γνώμης A.Pr.456; ἄνευ γ. S.OC594; γνώμῃ κολάζειν with good reason, X.An.2.6.10; γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ (sc. κρίνειν or δικάζειν) to the best of one's judgement, in the dicasts' oath, Arist.Rh. 1375a29; ἡ καλουμένη γ. τοῦ ἐπιεικοῦς κρίσις ὀρθή Id.EN1143a19; so περὶ ὧν ἂν νόμοι μὴ ὦσι, γνώμῃ τῇ δικαιοτάτῃ κρινεῖν D.20.118; γ. τῇ δ. δικάσειν ὀμωμόκασιν Id.23.96, cf. 39.40; τῇ δ. γ. Arist.Pol.1287a26; ὅστις γνώμῃ μὴ καθαρεύει has not a clear conscience, Ar.Ra. 355.
2 will, disposition, inclination, εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pi.O.3.41; γ. Διός A.Pr.1003; ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί to stand high in his favour, Hdt.6.37; πάσῃ τῇ γ. with all one's zeal, Th.6.45; τίνα αὐτοὺς οἴεσθε γ. ἕξειν περὶ σφῶν αὐτῶν And.1.104; γ. ἔ. περί τινα Lys.10.21; πρὸς τοὺς Ἀθηναίους τὴν γ. ἔχειν to be inclined towards... Th.5.44; ἐμπιμπλάναι τὴν γ. τινός satisfy his wishes, X.An.1.7.8, cf. HG6.1.15 (pl.); ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης on his own initiative, Th.4.68; ἐκ μιᾶς γ. of one accord, with one consent, D.10.59; μιᾷ γνώμῃ Th.1.122, 6.17; διὰ μιᾶς γ. γίγνεσθαι Isoc.4.139; κατὰ γνώμην = according to one's mind or according to one's wishes, ὅταν τἀκεῖ θῶ κατὰ γνώμην ἐμήν E.Andr.737; ἄν τι μὴ κατὰ γ. ἐκβῇ D.1.16: in plural, φίλιαι γνῶμαι friendly sentiments, Hdt. 9.4.
III judgement, opinion, βροτῶν γ. Parm.8.61; ταύτῃ… τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι I incline mostly to this view, Hdt.7.220 (s. v.l.); also ταύτῃ πλεῖστος τὴν γνώμην εἰμί Id.1.120; ἡ πλείστη γ. ἐστί τινι Id.5.126; τλέον φέρει ἡ γ. τινί Id.8.100; τὸ πλεῖστον τῆς γ. εἶχεν… προσμεῖξαι Th.3.31; γνώμην τίθεσθαι Hdt.3.80; οὕτως τὴν γ. ἔχειν to be of this opinion, Th.7.15, cf. X.Cyr.6.2.8, Ar.Nu.157; εἴ τινι γ. τοιαύτη παρειστήκει περὶ ἐμοῦ And.1.54; τὴν αὐτὴν γ. ἔχειν Th.2.55; τῆς αὐτῆς γ. εἶναι, ἔχεσθαι, Id.1.113, 140; ὁ αὐτὸς εἰμὶ τῇ γ. Id.3.38; κατὰ γ. τὴν ἐμήν in my judgement or opinion, Hdt.2.26, 5.3; ellipt., κατά γε τὴν ἐμήν Ar.Ec.153, cf. Plb.18.1.18, D.H.Isoc.3: abs., γνώμην ἐμήν Ar.V.983, Pax232; παρὰ γνώμην τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο contrary to general opinion, Th.4.40; but παρὰ γ. κινδυνευταί reckless venturers, Id.1.70, cf. 4.19; εἰπὲ μὴ παρὰ γ. ἐμοί either contrary to my wish, or contrary to your true opinion, A.Ag.931, cf.Supp.454: freq. of opinions delivered publicly, ἑστάναι πρὸς τὴν γ. τινός Th.4.56; Θεμιστοκλέους γνώμῃ by the advice of Th., Id.1.90,93; γνώμην ἀποφαίνειν deliver an opinion, Hdt.1.40; ἀποδείκνυσθαι ib.207; ἐκφαίνειν Id.5.36; τίθεσθαι S.Ph.1448 (anap.), Ar.Ec.658; ἀποφαίνεσθαι E.Supp.336; ποιεῖσθαι περί τινων Th.3.36; γνώμας κατέθεντο have made up their minds, Parm.8.53.
b verdict, ἡ τοῦ δικαστοῦ γ. IG4.364 (Corinth, iv A. D.), cf. 685.32 (pl., Cret., ii B. C.).
2 proposition, motion, γνώμην εἰσφέρειν Hdt.3.80,81; εἰπεῖν Th.8.68, etc.; (but γνώμας προτιθέναι hold a debate, Th.3.36); γνῶμαι τρεῖς προεκέατο Hdt.3.83: freq. in Inscrr., resolution, IG12.118.28, etc.; γ. στρατηγῶν ib.22.27; Κλεισόφου καὶ συμπρυτάνεων ib.1; ἡ ἐκφερομένη γ. ib.1051c26; γνώμην νικᾶν carry a motion, Ar.V.594, Nu.432; κρατεῖν τῇ γ. Plu.Cor.17.
3 γνῶμαι, αἱ, practical maxims, Heraclit. 78, S.Aj.1091, X.Mem.4.2.9, Arist.Rh.1395a11 (sg., 1394a22).
4 in plural, fancies, illusions, S.Aj.52.
5 intention, purpose, resolve, ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης with some such purpose as this, Th.3.92; γνώμην ποιεῖ σθαι, c.inf., propose to do, Id.1.128; κατὰ γνώμην = of set purpose, D.H. 6.81 (so also γνώμης Lib.Or.33.13, 50.12); τίνα ἔχουσα γνώμην; with what purpose? Hdt.3.119; οἶδα δ' οὐ γνώμῃ τίνι; with what intent? S.OT527, cf. Aj.448; ἡ ξύμπασα γ. τῶν λεχθέντων the general purport... Th.1.22; ἦν τοῦ τείχους ἡ γνώμη... ἵνα… the purpose of it was... that... Id.8.90.
Spanish
acuerdo, buen juicio, buen sentido, conocimiento, decisión, deseo, fama, inclinación, inteligencia, intención, juicio, marca, medio de conocer, moción, opinión, parecer, proposición, propósito, propuesta, prudencia, razón, resolución, señal, sensatez, voluntad, voto
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. γνώμα Pi.N.10.89
• Morfología: [jón. gen. plu. γνωμέων Democr.B 35]
I medio de conocer, de aquí marca, señal οὔτε κακῶν γνώμας εἰδότες οὔτ' ἀγαθῶν Thgn.60, de caballos λέγουσιν γνώμην ἔχειν, ὅταν ἄβολος ᾖ dicen que tiene una marca cuando no ha perdido sus dientes de leche Arist.HA 576bb15.
II facultad mediante la cual se percibe
1 razón, conocimiento, juicio, inteligencia ἦθος γὰρ ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας = pues el modo de ser humano no comporta capacidad de entender o comprender Heraclit.B 78, γνώμης δὲ δύο εἰσὶν ἰδέαι Democr.B 11, οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.l.c., ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant.176, τις τοῦτό γ' ἂν γνώμῃ μάθοι S.OC 403, cf. OT 398, γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Th.3.11, op. ὀργῇ: γνώμῃ φρενῶν S.OT 524, παρὰ γνώμην κινδυνευταί = arrostran los peligros hasta contra la prudencia, e.e. a la desesperada Th.1.70, cf. 4.19, τύχῃ καὶ μὴ γνώμῃ σωφρονοῦντες Isoc.3.47, διεφορήθη τῆς ψυχῆς τὴν γνώμην Pl.Lg.672b
• como ac. rel. γνώμην ἱκανός Hdt.3.4, σοφὸς γνώμην ἀνήρ = hombre de inteligencia despejada Critias B 25.12, μάντις καὶ ... κατὰ γνώμαν ἴδρις = adivino cuyo saber se basa en la razón S.OT 1087, γνώμην βλαβέντες Hp.Acut.17, εἰ μὴ 'γὼ κακὸς γνώμην ἔφυν = si yo no soy un necio S.Ph.910, ἀγαθὸς ὢν γνώμην ἀνήρ S.OT 687, cf. El.1021, ὅστις ... γνώμην μὴ καθαρεύει = quien no tiene la conciencia limpia Ar.Ra.355, en constr. c. ἔχω: πάντων γνώμαν ἴσχων S.Ph.837, cf. El.214, εἰ γνώμην ἔχεις = si comprendes Ar.Ach.396, ἔχειν τὴν γνώμην ὡς = tener la idea de que X.Cyr.6.2.8, τὴν γνώμην προσίσχετε = prestad atención Eup.42, πρὸς τοὺς Ἀθηναίους μᾶλλον τὴν γνώμην εἶχον = prestaron más atención a los atenienses Th.5.44, πρὸς ἑτέρῳ τινὶ τὴν γνώμην ἔχουσιν Aeschin.3.192, c. otros verbos γνώμῃ κολάζειν = castigar con razón X.An.2.6.10, γνώμης ἅπτεσθαι = afectar a la razón una fiebre, Hp.Fract.11, ἅπτεσθαι κεφαλῆς καὶ γνώμης = transtornar la cabeza y el entendimiento del efecto del vino, Hp.Acut.63, cf. X.Cyr.1.3.10, τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης = la indignación de la mente Antipho 2.3.3, cf. Th.7.68, τὸ τῆς γνώμης ἐρρωμένον = la fortaleza del espíritu Tat.Orat.32, ἀμετανόητος γ. SB 4765 (biz.)
• buen juicio, buen sentido, sensatez ἀπὸ γνώμης φέρειν ψῆφον δικαίαν = emitir un voto justo con buen sentido A.Eu.674, cf. S.Tr.389, ἄτερ γνώμης = a tontas y a locas A.Pr.456, ἡ δὲ καλουμένη γ., καθ' ἣν ... ἔχειν φαμὲν γνώμην Arist.EN 1143a19, γνώμῃ τῇ δικαιοτάτῃ κρίνειν D.20.118, cf. Arist.Rh.1375a29.
2 en plu. fantasías, ilusiones δυσφόρους ἐπ' ὄμμασι γνώμας βαλοῦσα τῆς ἀνηκέστου χαρᾶς = poniéndole en los ojos falsas ilusiones de funesta alegría S.Ai.52.
III resultado de esa percepción-conocimiento
1 gener. opinión, parecer ὡς οὐ μή ποτέ τίς σε βροτῶν γ. παρελάσσῃ = de forma que nunca ningún parecer de los mortales te aventaje Parm.B 8.61, χρὴ διδύμους ἀέξειν γνώμας B.3.79, γνώμην καταθέσθαι = formarse una idea u opinión Thgn.717, Parm.B 8.53, ἄνευ γνώμης γὰρ οὔ με χρὴ λέγειν = pues no debo hablar sin haberme formado una opinión S.OC 594, γνώμην ἀποφαίνων Hdt.1.40, cf. 5.36, E.Supp.336, Θεμιστοκλέους γνώμῃ = por consejo de Temístocles Th.1.90, 93, ἔχω γνώμην = soy de la opinión Hdt.1.207, οὕτω τὴν γνώμην ἔχετε = tened tal opinión Th.7.15, Ar.Nu.157, cf. Th.1.130, 140, 2.55, ἐγὼ μὲν ὁ αὐτός εἰμι τῇ γνώμῃ = mantengo la misma opinión Th.3.38, cf. Hdt.1.120, 7.220, γνώμη τοιαύτη παρειστήκει πρότερον περὶ ἐμοῦ And.Myst.54, τὸ πλεῖστον τῆς γνώμης εἶχεν ... ὅτι = era más bien de la opinión de que ... Th.3.31, τίθεμαι ... γνώμην = soy de la opinión Hdt.3.80, cf. S.Ph.1448, Ar.Ec.658
• en constr. prep. παρὰ γνώμην ἐμήν = contra mi opinión A.Supp.454, cf. A.931, Th.4.40, κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν = en mi opinión Hdt.2.26, 5.3, cf. Plb.18.18.18, 1Ep.Cor.7.40, D.H.Isoc.3, πρὸς τὴν ἐκείνων γνώμην ... ἑστάναι = estar de su lado, de su parte Th.4.56
• c. γνώμην elíptico κατά γε τὴν ἐμήν Ar.Ec.153
• como ac. adv. γνώμην ἐμήν = a mi parecer Ar.V.983, Pax 232, βλάσφημον καὶ ἀσεβῆ τὴν γνώμην αὐτῶν Iren.Lugd.Haer.1 proem.1
• uso catacréstico por δόξα fama ὃς πάτρᾳ γνώμαν ἔσχεν ἰσουράνιον SEG 28.541.6 (Macedonia, heleníst.).
2 c. matiz de voluntad o intención voluntad, deseo, inclinación εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pi.O.3.41, οὐ φιλίας γνώμας = sentimientos no amistosos Hdt.9.4, Διὸς γνώμην φοβηθείς A.Pr.1003, Κροίσῳ ... ἐν γνώμῃ γεγονώς = estando en disposición favorable con Creso Hdt.6.37, γνώμην ἕξειν περὶ σφῶν αὐτῶν And.Myst.104, cf. Lys.10.21, ἐμπιμπλάναι ἁπάντων τὴν γνώμην = satisfacer el deseo de todos X.An.1.7.8, cf. HG 6.1.15, ἐναντία ... τῇ τοῦ τετελευτηκότος γνώμῃ Is.1.26, εἰ ἔρρωσαι καὶ τὰ λοιπά σοι κατὰ γνώμην ἐστιν = si estás bien de salud y las demás cosas marchan conforme a tus deseos, PPetr.2.11.1.1 (III a.C.), προστιθεὶς ... γνώμην ἀγαθήν 1Ep.Clem.8.2, τοῦ πατρὸς ἡ γ. Ign.Eph.3.2, μετὰ τῆς γνώμης τῆς ἑαυτοῦ = con su consentimiento o aprobación Is.2.8, cf. D.25.10, PTeb.27.32 (II a.C.), ἄνευ τῆς τούτου γνώμης D.33.38, cf. Isoc.11.18, Ign.Pol.4.1, PMonac.62.10 (II a.C.), ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης = por su propia iniciativa Th.4.68, μιᾷ γνώμῃ = por unanimidad Th.1.122, 6.17, ἐκ μιᾶς γνώμης D.10.59, οὐ καθ' εἱμαρμένην, τῇ δὲ τῶν αἱρουμένων αὐτεξουσίῳ γνώμῃ Tat.Orat.7, ὁμολογῶ ἑκουσίᾳ γνώμῃ = consiento según mi libre voluntad, PWash.Univ.25.9 (VI d.C.)
• intención, propósito, decisión ὦ γύναι, εἰρωτᾷ σε βασιλεὺς τίνα ἔχουσα γνώμην Hdt.3.119, οἶδα δ' οὐ γνώμῃ τίνι S.OT 527, ἡ ξύμπασα γ. τῶν ἀηθῶς λεχθέντων = el sentido general de lo que realmente se dijo Th.1.22, κεἰ μὴ τόδ' ὄμμα καὶ φρένες διάστροφοι γνώμης ἀπῇξαν τῆς ἐμῆς S.Ai.448, ἦν δὲ τοῦ τείχους ἡ γ. ... ἵνα = la muralla se construyó con la intención de Th.8.90, προσεῖχον τὴν γνώμην ὡς ... = decidieron que Th.1.95, σὺ γνώμης τοῦτο ἐποίησας = tú hiciste esto con intención Lib.Or.50.12
• en constr. prep. κατὰ γνώμην ἐμήν = a mi gusto E.Andr.737, ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης Th.3.92, cf. 6.45, τὸ μὴ κατὰ γνώμην ἀδικοῦν = no incumplir la ley intencionadamente D.H.6.81.
3 propuesta, proposición, moción γνώμην εἰσφέρειν = presentar o hacer una propuesta Hdt.3.81, cf. Th.8.68, And.Myst.73, Lindos 419.121 (I d.C.), οὐκ ἐνίκα ἡ γ. Hdt.5.36, κἀν τῷ δήμῳ γνώμην οὐδεὶς πώποτ' ἐνίκησεν = y nadie ha hecho aprobar nunca su propuesta en la Asamblea Ar.V.594, cf. Nu.432, περὶ τῶν ἀνδρῶν γνώμας ἐποιοῦντο Th.3.36, cf. D.C.65.17.1
• γνώμην ποιοῦμαι c. inf. propongo que Pausanias p.407, γνώμην ἐξήνενκεν ἡ βουλή TAM 3.3A.10 (Termeso II d.C.), cf. D.C.39.6.2, τῇ γνώμῃ κρατεῖν = triunfar con una propuesta Plu.Cor.17
• voto γνώμης δ' ἀπούσης πῆμα γίγνεται μέγα = un voto que falte constituye un gran daño A.Eu.750.
4 c. gen. subjet. resolución, acuerdo γ. στρατηγῶν IG 13.92.5, cf. 110.28, 127.6, 32 (todas V a.C.), 22.1051c.26 (I a.C.), γνώμῃ τοῦ κοινοῦ τῶν ἀρχόντων POxy.54.12 (III d.C.), γ. βουλῆς τε καὶ δήμου IAssos 28.2 (imper.), cf. 11a.2 (I a.C.), 26.4 (I d.C.), TAM 3.4.3 (II d.C.)
• veredicto ἡ τοῦ δικαστοῦ ... γ. IG 4.364.9 (Corinto IV d.C.).
5 gener. plu. γνῶμαι máximas morales, sentencias γνωμέων μευ τῶνδε εἴ τις ἐπαΐοι = si alguien presta atención a estas máximas mías Democr.B 35, γνῶμαι ... σοφαί S.Ai.1091, τὰς δὲ τῶν σοφῶν ἀνδρῶν γνώμας X.Mem.4.2.9, χρῆσθαι δὲ δεῖ ... κοιναῖς γνώμαις Arist.Rh.1395a11, cf. 1394a22, Plb.31.13.11, Demetr.Eloc.9.
German (Pape)
[Seite 498] (γνῶναι), ἡ, 1) Erkenntnißvermögen, Verstand, Vernunft, u. übh. Geist; Pind. N. 10, 89 u. sonst; γνώμης σύνεσις, Einsicht des Geistes, Thuc. 1, 75: vgl. Plat. Rep. V, 476 d; αἱ γνῶμαι δεδουλωμέναι ἦσαν ἁπάντων ἀνθρώπων Menex. 240 a; γνώμαις καὶ σώμασι σφαλλόμενοι Xen. Cyr. 1, 3, 10; εἰ γνώμην ἔχεις, wenn du verständig bist, Ar. Ach. 395; ἐν τῇ γνώμῃ παραστῆναι, im Geiste vorschweben, Dem. 4, 17; τὴν γνώμην προσέχειν τινί, auf etwas achten, aufmerksam sein, Her. u. Folgde; auch abs., aufpassen, Thuc. 1, 95; πρὸς ἑτέρῳ τινὶ τὴν γνώμην ἔχειν, seinen Geist auf etwas Anderes richten, Aesch. 3, 192; πρός τι, seinen Sinn auf etwas richten, geneigt sein, Thuc. 2, 25. 5, 13 u. sonst; ἐν γνώμῃ γίγνεσθαί τινος, nach Jemandes Sinn sein, ihm lieb sein, Her. 6, 37; übh. Sinn, ὅστις γνώμῃ μὴ καθαρεύει, wer nicht reines Sinnes ist, Ar. Ran. 355; εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς Pind. Ol. 3, 41, mit frommem Sinne. – 2) Erkenntniß, Einsicht, ἡ τοῦ ἐπιεικοῦς κρίσις ὀρθή Arist. Eth. 6, 11; γνώμην ἱκανός, einsichtsvoll, Her. 3, 4; γνώμης ἁμάρτημα, ein verkehrter Plan, Thuc. 2, 55; πάσῃ τῇ γνώμῃ, mit allem Vorbedacht, 6, 45; γνώμῃ ἐκόλαζεν, er strafte mit Überlegung, aus Grundsatz, Xen. An. 2, 6, 9. – 3) Urtheil, Beschluß; bes. von Senatsbeschlüssen u. richterlichen Entscheidungen; γνώμην ἔχειν u. οὕτω γν. ἔχειν περί τινος, u. mit folgdm inf., glauben, meinen; Thuc. 7, 15; c. partic., ὡς κατὰ γῆν ἀναχωρήσοντες 7, 72; ὡς ἤδη κεκρατηκώς Xen. Cyr. 6, 2, 4; γνώμην ποιεῖσθαι, dafürhalten, beschließen od. vorschlagen, Thuc. 1, 128 u. A.; κοινῇ γνώμῃ χρεώμενοι, nach gemeinsamem Beschluß, Her. 5, 63; γνώμην ἀποδείκνυσθαι, ἀποφαίνεσθαι, θέσθαι, seine Meinung kundthun, abgeben, Plat. Gorg. 446 c; Her. 1, 207. 3, 80; Ar. Eccl. 658; Soph. Phil. 1448 u. öfter; γνώμην ἐςφέρειν, vorschlagen, Her. 3, 80; γνῶμαι προκέατο 3, 83; γνώμην τινὸς ἐμπιπλάναι, Jemandes Willen erfüllen, Xen. An. 1, 7, 8; vgl. Dem. 21, 91; ἐκπιμπλάναι Xen. Hell. 6, 1, 15; gew. in diesen Vrbdgn ohne Artikel, vgl. Krüger zu Xen. An. 1, 6, 9; τῆς αὐτῆς γνώμης ἐχόμενος Thuc. 1, 140; εἶναι 1, 113; ἑστάναι πρὸς τὴν γνώμην τινός, sich zu Jemandes Ansicht bekennen, 4, 56; ἀπὸ γνώμης, nach Überzeugung, Aesch. Eum. 644; ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης, in folgender Absicht, Thuc. 3, 92; ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης, nach eigenem Willen, aus eigenem Antriebe, 4, 68; κατὰ γνώμην τινός, nach Jemandes Willen, Her. 5, 3, oft; Eur. Andr. 737, wie Folgde; auch γνώμην allein, nach meiner Meinung, Ar. Pax 232 u. öfter; παρὰ γνώμην, wider Willen, Aesch. Suppl. 454 u. Folgde; auch = wider Erwarten, Thuc. 4, 40; ἐκ μιᾶς γνώμης, einstimmig, Dem. 10, 51, wie Plut. Cam. 40; μιᾷ γνώμῃ, dasselbe, Thuc. 6, 17; διὰ μιᾶς γνώμης εἶναι Isocr. 4, 138; vgl. ἐς τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνέδραμον Her. 1, 53; κατὰ τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον, die Meinungen fielen übereinstimmend aus, 1, 206; ἐπὶ τὸ αὐτὸ φέρουσιν αἱ γνῶμαι Thuc. 1, 79; ξυμφέρεσθαι γνώμῃ, sich in der Ansicht vereinigen, 4, 65; ἀλλοῖος γίγνομαι τὴν γνώμην, ich ändere meine Ansicht, 4, 106; ἡ τείχους γνώμη, der Zweck der Mauer, die Absicht, in der sie errichtet ist, 8, 90. – Auch = irrige Meinung, Wahn, Soph. Ai. 51. – 4) γνῶμαι, Sinnsprüche, in kurzen Versen ausgedrückte Lebensregeln weiser Männer, Aesch. 3, 135; Arist. rhet. 2, 21 u. Sp. – 5) = γνώμων, Kennzeichen, Theogn. 60; Kennzahn, Arist. H. A. 6, 22.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. faculté de connaître :
1 jugement, esprit, pensée, intelligence ; γνώμη φρενῶν SOPH jugement réfléchi ; γνώμην ἔχειν SOPH avoir de l'intelligence, comprendre ; γνώμην ἴσχω = γιγνώσκω ; τὴν γνώμην προσέχειν τινί, appliquer son esprit à qch;
2 abs. bon sens, droite raison : γνώμῃ XÉN avec juste raison ; οὐκ ἀπὸ γνώμης SOPH non sans jugement, avec bon sens ; ἄτερ γνώμης ESCHL sans bon sens, sans raison ; réflexion, jugement réfléchi : παρὰ τὴν γνώμην THC en dépit de la réflexion, càd malgré les raisons de craindre suggérées par la réflexion;
3 p. ext. dispositions de l'âme, esprit, caractère : τὴν γνώμην ἔχειν πρός τι THC avoir des dispositions favorables pour qch, incliner vers qch ; ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί HDT être dans les bonnes grâces de qqn ; πάσῃ τῇ γνώμῃ THC de tout leur zèle ; γνώμην τινὸς ἐμπιπλάναι XÉN ou ἐκπιμπλάναι XÉN accomplir le désir ou la volonté de qqn ; ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης THC de son propre mouvement, spontanément ; κατὰ γνώμην τινός EUR selon le désir de qqn ; παρὰ γνώμην ESCHL contrairement à l'attente ; au plur. φίλιαι γνῶμαι HDT sentiments amicaux;
II. jugement arrêté ou exprimé :
1 opinion, avis : οὕτως γνώμην ἔχειν, être de cet avis ou avoir cette conviction ; τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι THC ou ἔχεσθαι THC, τὴν αὐτὴν γνώμην ἔχειν THC avoir la même opinion ; ὁ αὐτός εἰμι τῇ γνώμῃ THC je suis du même avis ; πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ HDT j'incline surtout vers cette opinion ; τὸ πλεῖστον τῆς γνώμης ἔχειν avec l'inf. THC être plutôt d'avis de, etc. ; γνώμην τίθεσθαι, ἀποφαίνειν, etc. exposer ou manifester son opinion ; κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν HDT à mon avis ; ἐκ μιᾶς γνώμης DÉM, μιᾷ γνώμῃ THC, διὰ μιᾶς γνώμης ISOCR par un concert de volontés, d'un avis unanime ; ἐς τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνέδραμον HDT, κατὰ τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον HDT les avis concouraient au même but, aboutissaient à la même conclusion, càd étaient unanimes ; ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἔφερον αἱ γνῶμαι THC les avis aboutissaient à la même conclusion;
2 proposition, motion : γνώμην εἰσφέρειν HDT introduire une proposition ; αὖθις γνώμας προθεῖναι THC proposer ou mettre à l'ordre du jour une nouvelle délibération;
3 plur. γνῶμαι, sentences, maximes morales des Sages;
4 pensée, dessein, projet, résolution : τείχους THC la pensée qui préside à la construction d'un mur ; γνώμην ποιεῖσθαι avec l'inf. THC se résoudre à, décider de ; τίνα ἔχουσα γνώμην ; HDT dans quelle intention ? οἶδα δ' οὐ γνώμῃ τινί SOPH je ne sais dans quelle intention;
III. connaissance d'une chose : ἄνευ γνώμης SOPH sans savoir.
Étymologie: R. Γνω, connaître ; cf. γιγνώσκω.
English (Strong)
from γινώσκω; cognition, i.e. (subjectively) opinion, or (objectively) resolve (counsel, consent, etc.): advice, + agree, judgment, mind, purpose, will.
English (Thayer)
γνώμης, ἡ (from γινώσκω);
1. the faculty of knowing, mind, reason.
2. that which is thought or known, one's mind;
a. view, judgment, opinion: resolve, purpose, intention: ἐγένετο γνώμη (T Tr WH γνώμης, see γίνομαι 5e. a.) τοῦ ὑποστρέφειν, Buttmann, 268 (230)). bb. by others, judgment, advice: διδόναι γνώμην, decree: χωρίς τῆς σής γνώμης, without thy consent, Schmidt, chapter 13,9; Meyer on 1 Corinthians 1:10).)
Greek Monolingual
η (AM γνώμη)
1. σκέψη, ιδέα, άποψη («σύμφωνη γνώμη, αντίθετη γνώμη, τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην»)
2. θέληση, επιθυμία (α. «δεν του 'κάμε τη γνώμη του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην
σύμφωνα με την επιθυμία του»)
3. απόφαση, γνωμοδότηση
(«η γνώμη τοῦ δικαστηρίου, ή τοῦ δικαστοῦ γνώμη»)
4. το φρόνημα, το ήθος, ο χαρακτήρας κάποιου (α. «τα χαρίσματα της καλής σου γνώμης», β. «ὅστις γνώμη μὴ καθαρείῃ» — όποιος δεν έχει καθαρή συνείδηση
παροιμ., ο «λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του ούτε τη γνώμη τ' άλλαξε ούτε την κεφαλή του»)
5. ψυχική διάθεση
6. συμβουλή («με τη γνώμη του πατέρα», «Θεμιστοκλέους γνώμη»)
7. γνωμικό («συλλογή γνωμών»)
αρχ.
1. χαρακτηριστικό γνώρισμα
2. σκοπός, επιδίωξη (οἶδα δ' οὐ γνώμῃ τίνι» — δεν ξέρω με ποια επιδίωξη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ). γνω- του ρ. γιγνώσκω. Η λ. γνώμη δήλωνε αφενός μεν το μέσο με το οποίο ήταν δυνατόν να αποκτήσει κάποιος γνώση σ' ένα αντικείμενο, άρα το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού, και ήταν πιο εύχρηστη από τη λ. γνώσις, αφετέρου δε ό,τι κάποιος πιστεύει και αποφαίνεται, την κρίση του, τη σκέψη, την ιδέα του, καθώς και τη θέληση, επιθυμία, διάθεση ή κλίση του].
Greek Monotonic
γνώμη: ἡ (γιγνώσκω),
I. μέσο γνώσης, σήμα, διακριτικό γνώρισμα, τεκμήριο, σε Θέογν.
II. όργανο με το οποίο κάποιος προσεγγίζει, κατακτά τη γνώση, το πνεύμα.
1. σκέψη, κρίση, διανόημα, διάνοια, σε Σοφ.· με αιτ. απόλ., γνώμην ἱκανός, ευφυής, έξυπνος, σε Ηρόδ.· γνώμην ἀγαθός, σε Σοφ.· γνώμην ἔχειν, εννοώ, κατανοώ, στον ίδ.· προσέχειν γνώμην, λειτουργώ με περίσκεψη, είμαι σε επιφυλακή, ετοιμότητα, δίνω προσοχή· ἀπὸ γνώμης, με καθαρή συνείδηση, σε Αισχύλ.· αλλά, οὐκ ἀπὸ γνώμης, όχι χωρίς ορθολογική σκέψη, με θετική κρίση, σε Σοφ.
2. το πνεύμα, η ψυχή κάποιου, η θέληση, ο σκοπός, η επιδίωξη, η διάθεση, η κλίση, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί, διατελώ υπό την εύνοια κάποιου, σε Ηρόδ.· τὴνγνώμην ἔχειν πρός τινα ή τι, έχω τη διάθεση, ρέπω, κλίνω προς το μέρος..., σε Θουκ.· ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης, με τη δική του συγκατάθεση, βούληση, στον ίδ.· ἐκ μιᾶς γνώμης, με μία σύμφωνη γνώμη, ομόφωνα, σε Δημ.· ομοίως, μιᾷ γνώμῃ, σε Θουκ.· στον πληθ., φίλιαι γνῶμαι, φιλικά συναισθήματα, σε Ηρόδ.
III. 1. κρίση, γνώμη, άποψη· πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ, ρέπω περισσότερο προς την άποψη ότι..., σε Ηρόδ.· ομοίως, ταύτῃ πλεῖστος τὴν γνώμην ή ἡ πλείστη γνώμη ἐστί μοι, στον ίδ.· γνώμην ἔχειν, όπως λόγον ἔχειν, έχω δίκιο, είμαι σωστός, σε Αριστοφ.· κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν, Λατ. mea sententia, κατά τη γνώμη μου, σε Ηρόδ.· απόλ., γνώμην ἐμήν, σε Αριστοφ.· παρὰ τὴν γνώμην, αντίθετα προς το δημόσιο αίσθημα, την επικρατούσα αντίληψη, σε Θουκ.· λέγεται για ρήτορες, γνώμην ἀποφαίνειν, ἀποδείκνυσθαι, φανερώνω, εκφωνώ, εκφέρω μια άποψη, σε Ηρόδ.· τίθεσθαι, σε Σοφ.· δηλοῦν, σε Θουκ.
2. όπως το Λατ. sententia, σχέδιο, πρόταση για συζήτηση· γνώμην εἰσφέρειν, σε Ηρόδ.· εἰπεῖν, προθεῖναι, σε Θουκ.· γνώμην νικᾶν, υπερισχύει η πρότασή μου, σε Αριστοφ.
3. γνῶμαι, αποφθέγματα σοφών ανθρώπων, τα ρητά, τα γνωμικά, Λατ. sententiae·
4. σκοπός, επιδίωξη, πρόθεση, σε Θουκ.· τινά ἔχουσα γνώμην; με ποιο σκοπό; σε Ηρόδ.· ἡ ξύμπασα γνώμη τῶν λεχθέντων, το γενικό νόημα, σημασία..., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
γνώμη: дор. γνώμα ἡ
1 ум, сознание, дух (φρόνημο καὶ γ. Soph.): γνώμης ἔφοδος Thuc. уловка, хитрость; πάσῃ τῇ γνώμῃ Thuc. всеми помыслами, изо всех сил; γνώμαις καὶ σώμασι Xen. душой и телом; τὴν γνώμην προσέχειν τινί Her. и ἔχειν πρός τινι Aeschin. обращать свою мысль, т. е. внимание на что-л.; προσεῖχον τὴν γνώμην ὡς … Thuc. они прониклись мыслью, что …;
2 знание, понимание: οὐ γνῴμαν ἴσχεις …; Soph. разве ты не понимаешь …?; ἄνευ γνώμης οὔ με χρὴ λέγειν Soph. не зная (в чем дело), я (ничего) не могу сказать;
3 рассудок, разум, здравый смысл: ἡ γ. ἡ τοῦ ἐπιεικοῦς ἐστι κρίσις ὀρθή Arst. рассудок есть правильное суждение о должном; ἄτερ γνώμης Aesch. безрассудно, беззаботно; γνώμῃ Xen. и οὐκ ἀπὸ γνώμης Soph. (ср. 4 и 9) разумно, здраво; γνώμην ἱκανός Her. разумный; παρὰ γνώμην διακινδυνεύειν Thuc. (ср. 9) идти на бессмысленный риск; παρὰ γνώμην Dem. против ожидания;
4 мнение, убеждение: τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι или ἔχεσθαι, тж. τῇ γνώμῃ εἶναι Thuc. быть того же мнения, но ταύτῃ τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι Her. я решительно склоняюсь к тому мнению; μιᾷ γνώμῃ Thuc. или ἐκ μιᾶς γνώμης Dem., Plut. единодушно; διὰ μιᾶς γνώμης εἶναι Isocr. и ξυμφέρεσθαι γνώμῃ Thuc. быть единодушными; ἀλλοιότεροι ἐγένοντο τὰς γνώμας Thuc. они переменили свои мнения; ἀπὸ γνώμης φέρειν ψῆφον Aesch. (ср. 3 и 9) голосовать в соответствии со своим мнением, т. е. по совести; κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν Her. и γνώμην ἐμήν Arph. по моему мнению; γνώμη ταύτῃ (v.l. γνώμην ταύτην) τίθεμαι Soph. я присоединяюсь к этому мнению;
5 умонастроение, настроение, склонность: πρός τι τὴν γνώμην ἔχειν Thuc. быть склонным к чему-л.; ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί Her. быть по душе кому-л. или пользоваться чьим-л. расположением; οὕτως εἶχε τῆς γνώμης ὡς ἤδη παντελῶς κεκρατηκώς Xen. (у персидского войска) было такое впечатление, что оно уже одержало полную победу; εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pind. набожно, благочестиво, благоговейно; οὐ φίλιαι γνῶμαι Her. недружелюбие;
6 мнение, предложение (γνώμην εἰσφέρειν Her. и προθεῖναι Thuc.);
7 мысль, замысел: τίνα ἔχων γνώμην; Her. с каким намерением?; οὐκ οἶδα γνώμῃ τίνι Soph. не знаю, с какой целью или на каком основании; τοῦ τείχους γ. Thuc. назначение стены;
8 решение, постановление: κοινῇ γνώμῃ χρεώμενοι Her. согласно общему решению;
9 воля, желание (γνώμην τινὸς ἐμπιπλάναι и ἐκπιμπλάναι Xen.; βιασθῆναι παρὰ γνώμην Plut. - ср. 3): κατὰ γνώμην ἐμήν Eur. по моему усмотрению; ἀφ᾽ ἑαυτοῦ γνώμης Thuc. (ср. 3 и 4) по своему собственному побуждению;
10 сентенция, назидательная мысль, изречение, гнома (αἱ τῶν ποιητῶν γνῶμαι Aeschin.): ἔστι δε γ. ἀπόφανσις καθόλου Arst. гнома есть высказывание общего характера;
11 Arst. = γνώμων 8.
Middle Liddell
γιγνώσκω
I. a means of knowing, a mark, token, Theogn.
II. the organ by which one knows, the mind: hence,
1. thought, judgment, intelligence, Soph.: acc. absol., γνώμην ἱκανός intelligent, Hdt.; γν. ἀγαθός Soph.; γνώμην ἔχειν to understand, Soph.; προσέχειν γνώμην to give heed, be on one's guard:— ἀπὸ γνώμης with a good conscience, Aesch.; but, οὐκ ἀπὸ γν. not without judgment, with good sense, Soph.
2. one's mind, will, purpose, Aesch., etc.; ἐν γνώμηι γεγονέναι τινί to stand high in his favour, Hdt.; τὴν γν. ἔχειν πρός τινα or τι tohave a mind, be inclined towards…, Thuc.; ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης of his own accord, Thuc.; ἐκ μιᾶς γν. of one accord, Dem.; so, μιᾶι γνώμηι Thuc.:—in pl., φίλιαι γνῶμαι friendly sentiments, Hdt.
III. a judgment, opinion, πλεῖστός εἰμι τῆι γνώμηι I incline mostly to the opinion that…, Hdt.; so, ταύτηι πλεῖστος τὴν γν. or ἡ πλείστη γν. ἐστί μοι Hdt.; γνώμην ἔχειν, like λόγον ἔχ., to be right, Ar.; κατὰ γν. τὴν ἐμήν mea sententia, Hdt.; absol., γνώμην ἐμήν Ar.; παρὰ γνώμην contrary to general opinion, Thuc.:—of orators, γνώμην ἀποφαίνειν, ἀποδείκνυσθαι to deliver an opinion, Hdt.; τίθεσθαι Soph.; δηλοῦν Thuc.
2. like Lat. sententia, a proposition, motion, γνώμην εἰσφέρειν Hdt.; εἰπεῖν, προθεῖναι Thuc.; γνώμην νικᾶν to carry a motion, Ar.
3. γνῶμαι the opinions of wise men, maxims, Lat. sententiae.
4. a purpose, resolve, intent, Thuc.:— τινά ἔχουσα γνώμην; with what purpose? Hdt.; ἡ ξύμπασα γν. τῶν λεχθέντων the general purport…, Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γνώμη -ης, ἡ, Dor. γνώμα̅ γιγνώσκω
1. intelligentie, verstand, begrip, inzicht:; ἀμήχανον... παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν... γνώμην het is onmogelijk om van elke man de intelligentie te weten komen Soph. Ant. 176; οὐ γνώμαν ἴσχεις ἐξ οἵων τὰ πάροντα; begrijp je niet hoe de huidige situatie ontstaan is? Soph. El. 214 (lyr.); ἡ γνώμη ἡ τοῦ ἐπιεικοῦς ἐστιν κρίσις ὀρθή inzicht is het correct beoordelen van wat passend is Aristot. EN 1143a19; uitdr.: οὐκ ἀπὸ γνώμης niet onverstandig Soph. Tr. 389; παρὰ γνώμην zonder nadenken Thuc. 1.70.3; τύχῃ καὶ μὴ γνώμῃ σωφρονεῖν bij toeval en niet door inzicht verstandig zijn Isocr. 3.47; γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ naar beste inzicht Aristot. Rhet. 1375a29.
2. oordeel, opvatting:; γνώμην ἀποφαίνειν zijn opvatting te kennen geven Hdt. 1.40.1; τῶν Ἀθηναίων οὐ φιλίας γνώμας de vijandige opvattingen van de Atheners Hdt. 9.4.2; δύσφοροι... γνῶμαι waanideeën Soph. Ai. 52; τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι dezelfde opvatting toegedaan zijn Thuc. 1.113.2; κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν naar mijn oordeel Hdt. 2.26.1; μιᾷ γνώμῃ unaniem Thuc. 1.122.2 = ἐκ μιᾶς γνώμης Dem. 10.59; ἀφ’ ἑαυτοῦ γνώμης op grond van eigen afwegingen Thuc. 4.68.3; πάσῃ τῇ γνώμῃ uit volle overtuiging (vastbesloten) Thuc. 6.45; ὅστις γνώμῃ μὴ καθαρεύει wie geen zuiver beoordelingsvermogen heeft Aristoph. Ran. 355; pregn.. ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί bij iem. hoog aangeschreven staan Hdt. 6.37.1.
3. verwachting:; ἐμπιμπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην ieders verwachting bevredigend Xen. An. 1.7.8; uitdr.: παρὰ γνώμην ἐμήν tegen mijn verwachting in Aeschl. Suppl. 454.
4. voorstel:. γνώμην εἰσφέρειν een voorstel doen Hdt. 3.80.6; γνῶμαι ἀφ’ ἑκάστων ἐλέγοντο door iedereen werden voorstellen gedaan Thuc. 3.36.6.
5. intentie, plan:. τίνα ἔχουσα γνώμην; met welke bedoeling? Hdt. 3.119.5; ἦν δὲ τοῦ τείχους ἡ γνώμη het doel van de muur was Thuc. 8.90.3; τὸ πλεῖστον τῆς γνώμης εἶχεν hij was vooral van plan Thuc. 3.31.2; ἡ ξύμπασα γνώμη τῶν λεχθέντων de globale strekking van wat gezegd was Thuc. 1.22; πρὸς τὴν εἰρήνην μᾶλλον τὴν γνώμην ἔχειν dat hun intenties meer op vrede gericht waren Thuc. 5.13.2; κατὰ γνώμην ἐμήν volgens mijn intenties Eur. Andr. 737.
6. spreuk, gnome.
Chinese
原文音譯:gnèmh 格挪姆
詞類次數:名詞(9)
原文字根:知道(果效) 相當於: (טְעֵם)
字義溯源:認識,心意,同意,意見,意旨,判斷;源自(γινώσκω)*=知道)。
同義字:1) (γνώμη)認識 2) (διάκρισις)判斷 3) (διαλογισμός)議論 4) (διανόημα)想法 5) (διάνοια)深思 6) (ἐνθύμησις)熟思 7) (ἔννοια)思索 8) (ἐπίνοια)意圖 9) (κρίσις)判決 10) (λογισμός)謀算 11) (νόημα)理解力 12) (νοῦς)悟性 13) (συζήτησις)互相探詢 14) (σύνεσις)建立智力
出現次數:總共(9);徒(1);林前(3);林後(1);門(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 心意(4) 林前1:10; 啓17:13; 啓17:17; 啓17:17;
2) 意見(3) 林前7:25; 林前7:40; 林後8:10;
3) 同意(1) 門1:14;
4) 意(1) 徒20:3
English (Woodhouse)
advice, aim, decision, determination, discretion, disposition, intellect, intelligence, intention, motion, opinion, plan, proposal, prudence, purpose, resolve, sense, shrewdness, thought, understanding, view, good sense, intellectual power, legislative proposal, mind, point of view, presence of mind
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό γιγνώσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
animus, mind, spirit, 1.70.6, 1.71.1, 1.90.2, 1.130.2, 1.140.1, 2.8.6, 2.11.5, 2.20.4, 2.38.1, 2.43.3, 2.51.4, 2.59.1, 2.59.2, 2.59.3, 2.64.6, 2.65.1, 2.87.3, 2.87.32.88.2, 2.89.6, 2.89.11, 3.9.2, 3.10.1, 3.12.1, (alienis animis, with hostile minds) 3.40.7, 3.59.1, 3.65.6, 3.82.2, 4.27.4, 4.34.1, 4.37.1, 4.55.4, 4.64.1, 4.65.1, (reconciliati sunt animis, were reconciled in spirit). 4.85.4, 4.86.6, 4.106.1, 4.123.2, 4.128.5, 5.9.6, 5.75.3, 5.108.1, 6.45.1, 6.49.2, 6.72.3, 7.5.4, 7.68.1, [om. Reg. omit Regius manuscript] 7.71.1, 7.71.3, 7.75.2, 8.66.3, (vel or ἔχειν τήν γνώμην) acc. accusative animo inclinare, to influence the mind, 3.25.2, 5.13.2, 5.14.1. 5.44.1. 5.48.3. 5.73.3,
advertere animum, attendere, to turn the attention, pay heed, 1.95.2, [nonnulli codd. several manuscripts τῇ γνώμῃ] 2.11.2. 5.26.5 [ubi nonnulli codd. where several manuscripts τῇ γνώμῃ]. 7.15.2. 7.23.1, [ubi rursus iidem where again the same τῇ γνώμῃ].—
ingenium, natural ability, 1.91.5, 2.13.2, 2.34.6, 2.62.4, 2.65.8, 3.37.4, 3.83.1, 3.37.3,
Ibid. in the same place 3.37.4, —
ratio, iudicium, prudentia, reason, judgment, wisdom, 1.70.3, (contra rationem, against reason; ubi alii where others contra animi sententiam, contrary to one's feeling, alii aliter; cf. Popp. adn. others differently; compare Poppo's note). 1.70.31.75.1, [καὶ interp. Cl. Ven. interpreted by Codex Claro-Venetus] ξυνέσεως [ubi recentioribus editoribus where to more recent editors γνώμης suspectum est it is suspect]. 1.77.3, 1.92.1, 1.144.4, 2.22.1, 2.62.5, 2.65.11, 3.11.2, 3.42.1, 4.19.4, (contra rationem, against reason).—
consilium, voluntas, plan, will, 1.45.1, 1.53.2, 1.62.3, 1.140.5, 2.20.1, 2.86.5, 3.31.2, 3.92.1. 3.92.4, 3.96.2, 4.32.5, 4.63.1, 4.68.3, (sua sponte, of one's own accord). 4.125.3, 6.72.1, 7.64.1, 7.72.4, 8.44.1, 8.87.2, 8.87.6. 8.88.1. 8.90.3, (eo consilio castellum aedificabatur, with this plan a fort was being built).
γνώμην ποιεῖσθαι, propositum habere, to have the intention, 1.128.7, 2.2.4, 7.72.3, —
opinio, sententia, belief, view, 1.32.4, (alterius arbitrio, at another's decision). 1.33.3, 1.54.2, 1.78.1, 1.79.2, 1.87.2, 1.90.3, 1.93.5. 1.122.2, (uno consensu, with one accord) 1.125.1, 1.139.3, 1.32.4, 1.140.1, 145, 2.12.2, 2.55.2, 2.61.2, 3.36.2, (consultare coeperunt, they began to deliberate). 3.36.5, 3.36.6, 3.38.1, 3.38.6, 3.42.5, 3.42.6, 3.43.5. 3.49.1, 3.50.1, 3.71.1, 4.18.2, 4.28.5, 4.58.1, 4.59.1, 4.122.6. 4.123.2, (praeter voluntatem, contrary to one's wish) 5.38.1, 6.9.2, (contra animi sententiam, against one's judgment), 6.14.1, 6.17.4, 6.34.7, 6.47.1, 6.50.1, 6.78.3, 6.80.4. 6.92.1, 7.15.1, 7.72.4, 8.67.1, 8.67.2, 8.68.1, 8.81.1, [Vat. rectius Vatican more correctly αὐτῆς] 8.86.4, (practer ea, quae supra memorata sunt besides those things which were mentioned above), contra opinionem, contrary to expectation vel or exspectationem, expectation, 3.60.1, [vel or αὑτῶν]. 4.40.1, 4.127.2. 5.14.3. 6.11.1. 6.5.1. 6.34.8. 7.13.2.—
sententia, opinion, view de rebus publicis, concerning public affairs partes, party, 1.113.2, 3.70.6, 4.56.2, 5.46.4, 8.74.3, —
sententia, mens, sensus, opinion, mind, perception, 1.22.1, 7.8.2, [vel or αὑτοῦ] [praeterea besides γνώμης an or μνήμης legendum sit, dubitatur whether it should be read is doubtful 7.8.2, cf. Popp. adn. compare Poppo's note]
Translations
opinion
Albanian: mendim; Arabic: رَأْي, نَظَر, فِكْر, عَقِيدَة; Hijazi Arabic: رَإِي; Armenian: կարծիք; Asturian: opinión; Azerbaijani: fikir, rəy, nəzər; Bashkir: фекер, уй; Basque: iritzi; Belarusian: зданне, думка, пагляд, погляд; Bengali: অভিমতি, নজর; Bulgarian: мнение, въ́зглед, схващане; Burmese: ဆန္ဒ, အထင်; Buryat: һанал; Catalan: opinió, parer; Chinese Cantonese: 意見, 意见, 睇法; Dungan: йиҗян; Mandarin: 意見, 意见, 看法, 見解, 见解; Min Nan: 意見, 意见; Czech: názor, posudek; Danish: mening; Dutch: mening, opinie, visie, zienswijze, gedachte; Esperanto: opinio; Estonian: arvamus; Finnish: mielipide, näkemys, mieli; French: avis, opinion; Friulian: parè; Galician: opinión; Georgian: აზრი, მოსაზრება, შეხედულება; German: Meinung, Ansicht, Anschauung; Gothic: 𐌼𐌹𐍄𐍉𐌽𐍃; Greek: γνώμη, άποψη; Ancient Greek: ἀξίωσις, γνῶμα, γνώμη, διάνοια, διανοίη, διανοιία, διανοιΐα, δόγμα, δόκησις, δόκος, δόξα, δοξασία, δόξασμα, δόξις, οἴημα, οἴησις; Hebrew: דֵעָה; Hindi: विचार, राय, ख़याल, अभिमत, नज़र; Hungarian: vélemény, nézet, szakvélemény; Icelandic: álit; Ido: opiniono; Indonesian: opini pendapat; Irish: tuairim, meas, barúil; Italian: opinione, concetto, parere, giudizio; Japanese: 意見, 見解; Kazakh: пікір, ой; Khmer: យោបល់, មតិ, គំនិត; Korean: 의견(意見), 견해(見解); Kyrgyz: пикир, ой; Lao: ຄວາມເຫັນ, ທັດສະນະ, ສຽງ; Latgalian: redzīņs; Latin: opinio, sententia, iudicium; Latvian: doma; Lithuanian: nuomonė; Luxembourgish: Meenung, Avis, Usiicht; Macedonian: мислење, мнение; Malay: pendapat; Malayalam: അഭിപ്രായം; Maltese: fehma, opinjoni; Mingrelian: არზი; Mongolian Cyrillic: санал; Norwegian Bokmål: mening, synspunkt; Occitan: opinion; Old English: wēna; Persian: نظر, عقیده, رأی, فکر; Polish: opinia, zdanie, pogląd; Portuguese: opinião; Romanian: părere, opinie; Russian: мнение, взгляд, воззрение; Scottish Gaelic: barail, beachd; Serbo-Croatian Cyrillic: ми̏шље̄ње, мнење, назор; Roman: mȉšljēnje, mnénje, názor; Slovak: názor; Slovene: mnenje; Spanish: opinión, parecer, juicio, apreciación, concepto, consideración, sentencia; Swahili: maoni; Swedish: mening, uppfattning, omdöme, tycke, åsikt; Tagalog: opinyon; Tajik: фикр, мулоҳиза, андеша, назар, ақида, рой, раъй; Tatar: фикер, уй; Telugu: అభిప్రయము; Thai: ความเห็น, เสียง; Tibetan: བསམ་ཚུལ; Tok Pisin: tingting; Turkish: görüş, fikir; Turkmen: pikir; Ukrainian: думка, погляд, здання; Urdu: رائے, خیال, نظر; Uyghur: پىكىر, ئوي; Uzbek: fikr, mulohaza, nazar, oʻy; Vietnamese: ý kiến, kiến giải, ý; Volapük: kredül; Welsh: barn; Yiddish: מיינונג; Zazaki: fıkır, asatış
will
Albanian: vullnet; Arabic: رَغْبَة, إرَادَة; Armenian: կամք; Azerbaijani: iradə, ixtiyar; Bashkir: ихтыяр; Belarusian: воля; Bulgarian: воля; Catalan: voluntat, albir; Cebuano: buot, pagbuot; Chinese Mandarin: 意志; Czech: vůle; Dalmatian: voluntuot; Danish: vilje; Dutch: wil, wens; Esperanto: volo; Estonian: tahe; Ewe: lɔ̃lɔ̃nu; Faroese: vilji; Finnish: tahto, halu; French: volonté; Friulian: volontât; Galician: vontade, albidro; Georgian: ნება, სურვილი; German: Wille; Gothic: 𐍅𐌹𐌻𐌾𐌰; Greek: βούληση, θέληση; Ancient Greek: βούλησις, βούλημα, θέλημα, θελήμη, θέλησις; Hebrew: רָצוֹן, אָבָה; Hindi: इच्छा; Hungarian: szándék, akarat; Indonesian: hendak; Irish: deoin; Italian: volontà; Japanese: 意志; Kazakh: ерік, ықтияр; Korean: 의지(意志); Kyrgyz: ыктыяр; Latin: voluntas; Lithuanian: valia, noras; Luxembourgish: Wëllen; Macedonian: волја; Maori: takune, whakaaro, e, ka; Ngazidja Comorian: nyandzo; Nogai: эрк; Norwegian Bokmål: vilje, ønske; Occitan: volontat; Old Church Slavonic Cyrillic: волꙗ; Old Norse: vili; Persian: آرزو, خواسته, اختیار; Plautdietsch: Wellen; Polish: wola; Portuguese: vontade; Romanian: voință; Romansch: voluntad, volunted, voluntà; Russian: воля; Sanskrit: इच्छा; Sardinian: bolontade, boluntadi, volontade; Serbo-Croatian Cyrillic: во̏ља; Roman: vȍlja; Slovak: vôľa; Slovene: volja; Sorbian Lower Sorbian: wóla; Upper Sorbian: wola; Spanish: voluntad, albedrío; Swedish: vilja, önskan; Tajik: ихтиёр, ирода, орзу; Tatar: ихтыяр; Tocharian A: kri; Turkish: irade; Ukrainian: воля; Uzbek: iroda, ixtiyor; Welsh: ewyllys
decision
Arabic: قَرَار, تَصْمِيم; Egyptian Arabic: حكم; Hijazi Arabic: قرار; Armenian: որոշում; Azerbaijani: qərar; Basque: erabaki; Belarusian: рашэнне; Bulgarian: решение; Catalan: decisió; Chinese Cantonese: 決定; Mandarin: 決定, 决定; Czech: rozhodnutí; Danish: beslutning; Dutch: beslissing, besluit; Esperanto: decido; Finnish: päätös; French: décision; Georgian: გადაწყვეტილება; German: Entscheidung, Beschluss; Greek: απόφαση; Ancient Greek: αἶσα, ἀξίωμα, ἀπόκρισις, ἀπόφασις, βούλευμα, βούλημα, βούλησις, βουλιτία, βραβεία, βράβευμα, γνώμη, γνῶσις, δέκρητον, διαβούλιον, διαγνώμη, διαγνωρισμός, διάγνωσις, διαδικασία, διάκρισις, διάληψις, διάλημψις, διόρισις, δόγμα, δόκημα, δόκησις, ἔγκρισις, ἐκδικία, ἐπίγνωσις, θελημοσύνη, κρίμα, κρῖμα, κρίσις, ὅρος, σύγκρισις, ψήφισμα, ϝαδά; Hebrew: הַחְלָטָה; Hindi: निर्णय, फ़ैसला; Hungarian: döntés; Icelandic: ákvörðun; Irish: cinneadh; Italian: decisione; Japanese: 決定, 決断; Kazakh: шешім; Khmer: សម្រេច, សាលក្រម, ការសម្រេចចិត្ត; Korean: 결정; Kurdish Central Kurdish: بڕیار; Latin: consultum, decretum; Latvian: lēmums, apņemšanās; Lezgi: къарар; Lithuanian: sprendimas, nutarimas; Macedonian: одлука; Malay: keputusan; Maltese: deċiżjoni; Maori: tatūnga; Middle French: decision; Mizo: thutlûkna; Mongolian: шийдвэр; Ngazidja Comorian: âzma; Norwegian Bokmål: beslutning; Occitan: decision; Oromo: murtii; Papiamentu: desishon; Persian: تصمیم; Polish: decyzja; Portuguese: decisão; Romanian: decizie, hotărâre; Russian: решение, урегулирование; Serbo-Croatian Cyrillic: одлука, решење; Roman: odluka, rešenje, rješenje; Slovak: rozhodnutie; Slovene: odločitev; Sorbian Lower Sorbian: rozsud; Spanish: decisión; Swedish: beslut; Tabasaran: къарар; Ukrainian: рі́шення, вирішення; Vietnamese: quyết định; Zazaki: qerar, hıkum
zeal
Albanian: cenë; Arabic: حَمَاس, جُهْد; Egyptian Arabic: جهد; Armenian: նախանձախնդրություն; Azerbaijani: şövq, canfəşanlıq; Belarusian: запал, заўзятасць; Bulgarian: усъ́рдие, старание, стремеж; Catalan: zel; Cherokee: ᎤᏚᎩᎬᏗ; Chinese Mandarin: 熱心/热心, 熱情/热情, 激情, 熱忱/热忱; Cornish: diwysykter; Czech: horlivost; Dutch: ijver, geestdrift; Esperanto: fervoro; Finnish: into, intohimo, kiihko; French: zèle, assiduité; Georgian: გულმოდგინება, სიბეჯითე, თავგამოდება; German: Eifer, Begeisterung; Gothic: 𐌰𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: ζήλος; Ancient Greek: γνώμα, γνώμη, ἐκτένεια, ἔριδα, ἔρις, ζᾶλος, ζῆλος, ζήλωσις, οἶστρος, ὄπις, προαίρεσις, προθυμία, προθυμίη, σπουδασμός, σπουδή, τὸ πρόθυμον; Hungarian: buzgóság, buzgalom, lelkesedés, hév, hevület; Ido: zelo; Interlingua: zelo; Irish: díograis; Italian: zelo; Japanese: 熱情, 情熱, 熱意, 意気込み, 気勢; Korean: 열정(熱情); Latin: studium, zelus, ardor, fervor, alacritas; Macedonian: ревност; Norwegian Bokmål: engasjement, iver; Persian: غِیرَت, تَعَصُّب; Plautdietsch: Iewa; Polish: zapał inan, gorliwość; Portuguese: zelo; Romanian: zel, ardoare, râvnă, sârguință; Russian: рвение, усердие, старание, запал; Sanskrit: उत्साह; Scottish Gaelic: eud; Slovak: horlivosť; Spanish: ahínco, fervor, celo, entusiasmo, denuedo; Swedish: iver, nit, nitälskan; Tajik: ғайрат; Tocharian B: spelkke; Turkish: hırs, şevk, heves; Ukrainian: запопадливість, запал, завзяття, завзятість; Uzbek: gʻayrat; Welsh: sêl, selogrwydd