ἐθελοντηδόν

Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Adv.

   A voluntarily, spontaneously, Th.8.98, D.C.53.8; f.l. for sq., Plb.6.31.2.

German (Pape)

[Seite 718] freiwillig, von freien Stücken, Thuc. 8, 98 u. Folgde, wie D. C. 53, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοντηδόν: ἐπίρρ., ἑκουσίως, Θουκ. 8. 9, Πολύβ. 6. 31, 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
volontairement.
Étymologie: ἐθέλω, -δον.

Spanish (DGE)

adv. voluntariamente, espontáneamente Th.8.98, D.C.53.8.2.

Greek Monolingual

ἐθελοντηδόν (Α)
εκούσια, αυτοπροαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εθελοντής + -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, εθνηδόν)].

Greek Monotonic

ἐθελοντηδόν: (ἐθέλω), επίρρ., εκούσια, σε Θουκ.