ἐλαΐνεος

Revision as of 22:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

α, ον, = sq.,

   A ῥόπαλον Od.9.320; μοχλός ib.394.

German (Pape)

[Seite 788] = Folgdm, Od. 9, 320. 394 u. sp. D., wie Phani. 4 (VI, 297).

French (Bailly abrégé)

η ion., ον :
d’olivier, en bois d’olivier.
Étymologie: ἐλαία.

Spanish (DGE)

-α, -ον
de olivo ῥόπαλον Od.9.320, μοχλός Od.9.394, κλάδος Maced.Paean 3, ξόανα hex. en PLouvre 93.14, σχίζα Orph.L.130.

Greek Monolingual

ἐλαΐνεος, -α, -ον (Α)
ἐλάινος
ο κατασκευασμένος από ξύλο ελιάς.

Greek Monotonic

ἐλᾱΐνεος: -α, -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.