εὔκριθος

Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, (κριθή)

   A rich in barley, ἀλωά Theoc.7.34; ἄρουρα AP6.258.6 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 1076] gerstenreich, ^ ἀλωά, Theocr. 7, 34; ἄρουρα, Add. 1 (VI, 258).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκρῑθος: -ον, (κριθὴ) πλούσιος εἰς κριθήν, Θεόκρ. 7. 34, Ἀνθ. Π. 6. 258.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en orge.
Étymologie: εὖ, κριθή.

Greek Monolingual

εὔκριθος, -ον (Α)
αυτός που έχει άφθονο ή ωραίο κριθάριεὔκριθος ἀλωά» — αγρός με άφθονο κριθάρι, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κριθος < κριθή (πρβλ. πολύ-κριθος, σιτό-κριθος)].

Greek Monotonic

εὔκρῑθος: -ον (κριθή), πλούσιος σε κριθάρι, σε Θεόκρ., Ανθ.