ἱπποσείρης

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who leads a horse by the rein, Anacr.75.6.

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ, der das Pferd anspannt, s. ἱπποπείρης.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποσείρης: -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἵππον ἀπὸ τῆς σειρᾶς, ἀπὸ τὸ «καπίστρι», Ἀνακρ. 75. 6.

Greek Monolingual

ἱπποσείρης, ὁ (Α)
αυτός που κατευθύνει ίππο με τη σειρά, με το καπίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + σειρά «καπίστρι»].