ἱπποπείρης
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1260] roßerfahren, roßkundig, Anacr. 62, 11, richtiger ἱπποσείρης.
Greek Monolingual
ἱπποπείρης, ὁ (Α)
αυτός που έχει πείρα από ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + πεῖρα].
[Seite 1260] roßerfahren, roßkundig, Anacr. 62, 11, richtiger ἱπποσείρης.
ἱπποπείρης, ὁ (Α)
αυτός που έχει πείρα από ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + πεῖρα].