καταπιπράσκω

Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A sell outright, καταπρᾱθείς Luc.Sat.16.

German (Pape)

[Seite 1370] (s. πιπράσκω), verkaufen, καταπραθείς Luc. cronosol. 16.

Greek (Liddell-Scott)

καταπιπράσκω: ἐντελῶς πωλῶ, καταπραθείς, Λουκ. Κρονοσόλ. 16.

French (Bailly abrégé)

part. ao. Pass. καταπραθείς;
vendre.
Étymologie: κατά, πιπράσκω.

Greek Monolingual

καταπιπράσκω (Α)
(επιτ. τ. του πιπράσκω) πουλώ εξ ολοκλήρου, ξεπουλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιπράσκω «πουλώ»].

Greek Monotonic

καταπιπράσκω: ξεπουλώ, καταπραθείς, σε Λουκ.