ξεπουλώ

From LSJ

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source

Greek Monolingual

-άω
1. πουλώ εξ ολοκλήρου κτήματα, πράγματα ή εμπορεύματα
2. (για έμπορο) α) εξαντλώ όλα τα εμπορεύματα
β) πουλώ ορισμένα είδη σε χαμηλές τιμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πωλῶ (αόρ. ἐξ-επώλησα), βλ. και λ. ξ(ε)-].