κειάμενος

From LSJ
Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek (Liddell-Scott)

κειάμενος: κείαντες, ἴδε ἐν λέξ. καίω.

English (Autenrieth)

see καίω.

Greek Monotonic

κειάμενος: Επικ., μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του καίω· κείαντες, πληθ., μτχ. ή Ενεργ. αορ. αʹ.