περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
-ῶ :seul. impers. 3ᵉ sg. prés. • καταχρᾷ, impf. • κατέχρα, f. • καταχρήσει;suffire.Étymologie: κατά, χράω.