[Seite 1419] = κεράμεος, ἀγγεῖα, f. L. Pol. 10, 44, 2, Bekk. κεράμεα. Vgl. Lob. Phryn. 147.
κερᾰμαῖος: -α, -ον, ἴδε ἐν λ. κεραμεοῦς, κεραμεῖον.
κεραμαῑος, -ία, -ον (Α) κέραμοςκεραμεούς.