κεράμεος
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
German (Pape)
[Seite 1420] dasselbe; κύλικα κεραμέαν Plat. Lys. 219 e; Theophr. u. Sp.
Greek Monolingual
κεράμεος, -ον (ΑΜ) κέραμος
κεράμειος
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεραμέα
η στέγη.
Russian (Dvoretsky)
κεράμεος: Plut. и κερᾰμεοῦς, ᾶ, οῦν Plat., Luc., Plut. = κεράμειος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεράμεος -α -ον zie κεραμεοῦς.