κεράμεος

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source

German (Pape)

[Seite 1420] dasselbe; κύλικα κεραμέαν Plat. Lys. 219 e; Theophr. u. Sp.

Greek Monolingual

κεράμεος, -ον (ΑΜ) κέραμος
κεράμειος
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεραμέα
η στέγη.

Russian (Dvoretsky)

κεράμεος: Plut. и κερᾰμεοῦς, ᾶ, οῦν Plat., Luc., Plut. = κεράμειος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεράμεος -α -ον zie κεραμεοῦς.