ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
κλῇδες: Ἀττ. ὀνομ. πληθ. τοῦ κλείς.
κλῇδες: Αττ. ονομ. πληθ. του κλείς.