κολοκύντη

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

v.κολοκύνθη:—Dim. κολοκύντ-ιον, τό, Phryn.Com.61.

German (Pape)

[Seite 1474] ἡ, s. κολοκύνθη.

Greek (Liddell-Scott)

κολοκύντη: ἡ, ἴδε ἐν λέξ. κολοκύνθη.

French (Bailly abrégé)

att. c. κολοκύνθη.

Greek Monolingual

κολοκύντη, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. κολοκύνθη.