κολοκύνθη
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
English (LSJ)
Arist.HA591a16, al. (v.l. -τη), Sor.1.124, etc.; Att. κολοκύντη, ἡ (cf. Phryn.401), Thphr.1.13.3, 7.1.2, al., Mnesim.4.30 (v.l. -τα, -θα), also Hp.Vict.2.54; acc. -την Epicr.11.16, PMag.Leid.V. 12.25, etc.:—later κολόκυντᾰ (acc. -ᾰν) PCair.Zen.300.3 (iii B.C.), LXX Jn.4.7 cod.A, Gp.12.19.7, Artem.1.67 (v.l.), Luc.VH2.37 (v.l.), Hsch. s.v. κυκύϊζα; gen. -της PCair.Zen.292.132, 319 (iii B.C.); acc. pl. -τας PSI6.553.14 (iii B.C.), BGU1120.13 (i B.C.); κολόκυνθᾰ PSakk. in Rev.Egypt.3.123 (iii B.C., also -τα ib.120, 122), LXX l.c., Arist.Pr.923a14 codd., Dsc.2.134, 4.176, Luc.l.c., Hdn.Gr.1.253, v.l. for -θη (nom. sg.) in Gal.6.794, but nom. -θη, acc. -θην ib.561, al. codd.; nom. pl. -θαι Edict.Diocl.6.26, 27:—round gourd, Cucurbita maxima, Alc.Oxy.1788 Fr.4.6 (Aeol. acc. pl. -ταις), Hp.Morb.2.67, 69 (in acc. -θην, v.l. -την), Hermipp.79, Ar.Fr.569.6, Metag.16 (-θης codd.), Diocl.Frr.125, 141, Diph.Siph. et Mnesith. ap. Ath.2.59b; κολοκύνθη Ἰνδική Menodorus ib.59a, Ph.Bel.89.43; κολοκύνθη ἀγρία = colocynth, Citrullus colocynthis, Dsc.l.c.: symbolic of health, from its juicy nature, ὑγιώτερον κολοκύντας Epich.154, Sophr.34; as a lily was of death, ἢ κολοκύντην ἢ κρίνον = living or dead, Diph.98, cf. Men.934:—for λημᾶν κολοκύνταις, v. λημάω.
German (Pape)
[Seite 1474] att. κολοκύντη, Sp. κολόκυνθα, Luc. v. h. 2, 37, auch κολόκυντα, Artemid. 1, 67, vgl. Luc. iud. voc. 10; – der runde Kürbiß, cucurbita; Ar. Nubb. 326; Ath. II c. 53 p. 58 ff., wo auch das Sprichwort κολοκύντης ὑγιέστερος, aus Epicharm.; Zenob. 4, 18 ἢ κρίνον ἢ κολοκύντην, mit einem Citat aus Diphil.; κρίνον soll die Blüte des Kürbiß sein, und es wird bemerkt ὅτι τὸ κρίνον οἱ ἀρχαῖοι ἐπὶ τοῦ τεθνηκότος, τὴν δὲ κολ. ἐπὶ τοῦ ὑγιοῦς ἔταττον; Arist. H. A. 5, 17 u. öfter; Theophr.; vgl. Lob. Phryn. p. 437.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
citrouille, plante.
Étymologie: DELG suff. non grec ; la citrouille serait originaire de l'Inde.
Russian (Dvoretsky)
κολοκύνθη: и κολόκυνθα, Arph. κολοκύντη ἡ тыква Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κολοκύνθη: ἢ -τη, ης, ἡ, ὧν ὁ δεύτερος τύπος καλεῖται ὁ Ἀττικός, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 437· παρὰ μεταγεν. καὶ κολόκυνθα Διοσκ. 2. 162· ― «κολοκύθα» ἢ «κολοκύθι», Λατ. cucurbita, ἡ μακρὰ κολοκύνθη ἐκαλεῖτο σικύα, Ἱππ. 485. 5 καὶ 45., 487. 30, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 6, κτλ.· ― ἐθεωρεῖτο σύμβολον τῆς ὑγιείας ὡς ἐκ τῆς δροσερᾶς καὶ χυμώδους αὐτῆς φύσεως, κολοκύντης ὑγιέστερον Ἐπίχαρμ. 105 Ahr.· ὡς τὸ κρίνον ἐθεωρεῖτο σύμβολον τοῦ θανάτου, ἢ κρίνον ἢ κολ. Δίφιλ. ἐν Παροιμιογρ. σ. 309· ― περὶ τοῦ λημᾷν κολοκύνταις. ἴδε ἐν λέξ. λημάω.
Greek Monolingual
η (AM κολοκύνθη, Α και κολόκυντα και κολόκυνθα και αττ. τ. κολοκύντη)
το φυτό κολοκυθιά
μσν.-αρχ.
ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανήκει στην κατηγορία τών ονομάτων φυτών που εμφανίζουν επίθημα -νθος, που ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα (πρβλ. τέρμινθος, υάκινθος). Είναι πιθ. το φυτό αυτό να έχει εισαχθεί από την Ινδία, αλλά δεν υπάρχει ικανοποιητική αντιστοιχία με τις υπάρχουσες λέξεις, πρβλ. αρχ. ινδ. kālindam «καρπούζι»].
Greek Monotonic
κολοκύνθη: ή -τη, -ης, ἡ, κολοκύθα, Λατ. cucurbita.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (sic)
Meaning: round gourd, Lagenaria vulgaris (Hp., Com., Arist., pap.); κολοκυνθαρύταινα f. spoon from K. (pap.).
Other forms: Att. -τη, later -υνθα, -υντα (Solmsen Wortforsch. 263) f., late also -υνθος (-υντος, -ιντος)
Derivatives: Diminut. κολοκύντιον (Phryn. Com.), -υνθίς κολόκυνθα ἀγρία (Dsc., Gal.), -ύνθινος (-ύντινος, -ίνθινος) made with κ. (pap., Luc.), -υνθιάς f. id. (AP), -ών plantation of k. (pap.); ἀποκολοκύντωσις change in pumpkin (Seneca, D. C. 60, 35; parody after ἀποθέωσις, s. Stiebitz Μνῆμα f. Jos. Zubatý [Prag 1926] 391ff.). - Κολοκυνθώ f. PN; s. Schulze Kl. Schr. 309f.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: For the ending cf. the (foreign) plant-name in -υνθος, -ινθος (Chantraine Formation 370). The middelsyllable reminds of Lat. cucumis cucumber, κύκυον τὸν σικυόν, κυκύϊζα γλυκεῖα κολόκυντα H.; loan from a common source, cf. W.-Hofmann s. cucumis, where he argues against connection with κυέω; s. also Kretschmer Glotta 15, 169 (against a most improbable hypothesis of Rozwadowski). An informant in Ath. 2, 58f says that it was intoduced from India; the comparison with Skt. kālindam n. water-melon and Kurd. kalak melon (Pott) is not very informative. - On the names of the gourd and cucumber in gen. s. Schrader-Nehring Reallex. 1, 652ff.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
κολοκύνθη: {kolokúnthē}
Forms: att. -τη, später -υνθα, -υντα (Solmsen Wortforsch. 263) f., spät auch -υνθος (-υντος, -ιντος)
Grammar: m.,
Meaning: Flaschenkürbis, Lagenaria vulgaris (Hp., Kom., Arist., Pap. usw.);
Composita: κολοκυνθαρύταινα f. ‘Löffel aus K.’ (Pap.).
Derivative: Davon das Deminutivum κολοκύντιον (Phryn. Kom.), -υνθίς κολόκυνθα ἀγρία]] (Dsk., Gal.), -ύνθινος (-ύντινος, -ίνθινος) ‘aus κ. bereitet’ (Pap., Luk.), -υνθιάς f. ib. (AP), -ών Kürbispflanzung (Pap.); ἀποκολοκύντωσις Verwandlung zum Kürbis (Seneca, D. C. 60, 35; travestierend nach ἀποθέωσις, s. Stiebitz Μνῆμα f. Jos. Zubatý [Prag 1926] 391ff.). -Κολοκυνθώ f. PN; s. Schulze Kl. Schr. 309f.
Etymology: Zum Ausgang vgl. die (fremden) Pflanzennamen auf -υνθος, -ινθος (Chantraine Formation 370). Die Mittelsilbe erinnert an lat. cucumis Gurke, κύκυον· τὸν σικυόν, κυκύϊζα· γλυκεῖα κολόκυντα H.; sie läßt höchstens auf Entlehnung aus gemeinsamer Quelle schließen, vgl. W.-Hofmann s. cucumis, wo auch gegen Anknüpfung an κυέω (m. weiterer Lit.); dazu noch Kretschmer Glotta 15, 169 (gegen eine ganz unwahrscheinliche Hypothese von Rozwadowski). Nach einem Gewährsmann bei Ath. 2, 58f wurde der Kürbis aus Indien eingeführt; der Vergleich mit aind. kālindam n. Wassermelone und kurd. kalak Melone (Pott) besagt indessen nicht viel. — Über die Kürbis- und Gurkennamen im allg. s. Schrader-Nehring Reallex. 1, 652ff.
Page 1,902
Mantoulidis Etymological
(=κολοκύθι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.