κτερίσματα

Revision as of 23:58, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

τά,

   A = κτέρεα, only pl., S.OC1410, El.434,931, E.Supp.309, Tr.1249, Hel.1391.

German (Pape)

[Seite 1518] τά, = κτέρεα, alles zur feierlichen Bestattung eines Todten Gehörige; μή μ' ἀτιμάσητέ γε, ἀλλ' ἐν τάφοισι θέσθε κἀν κτερίσμασιν Soph. O. C. 1412; – auch = die Todtenopfer; τοῦ γὰρ ἀνθρώπων ποτ' ἦν τὰ πολλὰ πατρὸς πρὸς τάφον κτερίσματα El. 919, vgl. 426; εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων Eur. Troad. 1249, vgl. Hel. 1407.

Greek (Liddell-Scott)

κτερίσματα: τά = κτέρεα καὶ ὡς αὐτό, ἐν χρήσει κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 1410, Ἠλ. 434, 931, Εὐρ. Ἱκ. 309, Τρῳ 1249, Ἑλ. 1391.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
cérémonie funéraire, honneurs funèbres ; offrandes funéraires déposées sur le tombeau.
Étymologie: κτερίζω.

Greek Monotonic

κτερίσματα: τά = κτέρεα, χρήση μόνο στον πληθ., σε Σοφ., Ευρ.