χρήση

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

Greek Monolingual

η / χρῆσις, -ήσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος Α
χρησιμοποίηση, μεταχείριση
νεοελλ.
φρ. «οικονομική χρήση» — έννοια συναφής με εκείνην του οικονομικού έτους, αλλά διευρυμένη, ώστε να περιλαμβάνει τον επί πλέον απαιτούμενο χρόνο για την είσπραξη τών εσόδων τα οποία βεβαιώθηκαν αλλά δεν εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, καθώς και για την πληρωμή τών εξόδων τα οποία αναλήφθηκαν αλλά δεν καταβλήθηκαν
νεοελλ.-μσν.
(στη βυζ. μουσ.) η διαφορετική δομή μιας μελωδίας
μσν.-αρχ.
δάνειο
αρχ.
1. χρησιμότητα («ἔστι ἀνέμων ὅτε πλείστη χρῆσις», Πίνδ.)
2. στενή σχέση ή στενή συναναστροφή, ύπαρξη οικειότητας
3. ερωτική συνεύρεση, συνουσία
4. γραμμ. α) τρόπος σύνταξης
β) παράδειγμα λέξης ή χρησιμοποίησης λέξης
5. απάντηση μαντείου, χρησμός
6. φρ. «ἔχω χρῆσιν» — είμαι χρήσιμος (Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή με την κατάλ. -σις τών αφηρημένων θηλ. και δηλώνει την πράξη, την ενέργεια της αναζήτησης βοήθειας και της χρησιμοποίησης της, σε αντιδιαστολή προς το ουδ. χρῆμα, που δηλώνει αυτό στο οποίο καταφεύγει κανείς για βοήθεια. Η λ. εμφανίζει και άλλες ειδικότερες σημ. αντίστοιχες του ρ. χρῶ / χρῶμαι (για τις σημ. αυτές βλ. λ. χρή)].