κρυπτάζω

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

German (Pape)

[Seite 1515] Nebenform von κρύπτω, Sp., v. l. bei D. Sic. 4, 77.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτάζω: τύπος παράλληλος τῷ κρύπτω, Διόδ. 4. 77, κτλ. Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κρυπτάζω (Α)
κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του κρύπτω, κατά τα ρ. σε -άζω].